3,273,773
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κῐμωλία''': (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν [[χῶμα]] ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ. | |lstext='''Κῐμωλία''': (δηλ. γῆ), ἡ, λευκὸν [[χῶμα]] ἢ «πηλός», ἐκ τῆς Κιμώλου, νήσου τῶν Κυκλάδων, περιέχων στοιχεῖα σόδας· ἦτο δὲ ἐν χρήσει ἀντὶ σάπωνος ἐν τοῖς λουτροῖς καὶ τοῖς κουρείοις τῶν Ἀθηνῶν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 713, πρβλ. Στράβ. 484, κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />de Kimolos.<br />'''Étymologie:''' [[Κίμωλος]]. | |||
}} | }} |