ἰχθύδιον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἰχθύς, μικρὸς ἰχθύς, «ψαράκι». ῡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 8, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Φινεῖ» 1. 3, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1. κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ῠ ἐν δακτυλικοῖς, Ἀνθ. Π. 11. 405, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311C.
|lstext='''ἰχθύδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ ἰχθύς, μικρὸς ἰχθύς, «ψαράκι». ῡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 8, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Φινεῖ» 1. 3, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1. κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ῠ ἐν δακτυλικοῖς, Ἀνθ. Π. 11. 405, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311C.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit poisson.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἰχθύς]].
}}
}}