Anonymous

ὠβά: Difference between revisions

From LSJ
67 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_10)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠβά''': ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ [[κώμη]] παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, [[ὅθεν]] ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. [[δίγαμμα]] IV, Curt. σ. 535 (573).)
|lstext='''ὠβά''': ἡ, ἐν τῇ Λακωνικῇ, [[ὑποδιαίρεσις]] τῶν τριῶν μεγάλων ἐν Σπάρτῃ πρώτων φυλῶν, ἑρμηνευομένη διὰ τοῦ [[κώμη]] παρ’ Ἡσυχ. καὶ ἀντιστοιχοῦσα τῇ παρ’ Ἀττ. φρατρίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1272-4, 1471· ὠβὰς ὠβάξαι Πλουτ. Λυκοῦργ. 6· ― πρβλ. οἴη, καὶ ἴδε Müller. Dor. 3. 5, § 3. (Τὸ β ἀντικατέστησε προϋπάρχον F, [[ὅθεν]] ὠγὴ παρ’ Ἡσυχ., πρβλ. [[δίγαμμα]] IV, Curt. σ. 535 (573).)
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>dor. p.</i> [[ὠβή]].
}}
}}