Anonymous

μελισταγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελιστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων [[μέλι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.˙ - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33.
|lstext='''μελιστᾰγής''': -ές, ὁ στάζων [[μέλι]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1272, Βαβρ. προοίμ. 18, Ἀνθ. Π. 5. 295, κτλ.˙ - μελίστακτος, ον, Ἀνθ. Π. 4. 1, 33.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui distille du miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[στάζω]].
}}
}}