Anonymous

μολοβρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μολοβρός''': ὁ, ὁ [[ἀκόρεστος]] τροφῆς, [[λαίμαργος]] [[ἄνθρωπος]], [[γαστρίμαργος]], ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ [[ῥίζα]], ταπεινή, [[μόλις]] αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. ([[Κατὰ]] τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις [[μολόβριον]], [[μολοβρίτης]] προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ [[μέλας]], [[μολύνω]], ἡ κυριολεκτικὴ [[σημασία]] [[αὐτοῦ]] θὰ [[εἶναι]], [[μέλας]] ἢ ῥυπαρὸς [[χοῖρος]]).
|lstext='''μολοβρός''': ὁ, ὁ [[ἀκόρεστος]] τροφῆς, [[λαίμαργος]] [[ἄνθρωπος]], [[γαστρίμαργος]], ἀναφερόμ. εἰς ἐπαίτην, Ὀδ. Ρ. 219., Σ. 26· ‒ [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., μολοβρὴ [[ῥίζα]], ταπεινή, [[μόλις]] αὐξανόμενη, Νικ. Θ. 662. ([[Κατὰ]] τοὺς Γραμμ., ὁ μολὼν ἐπὶ βοράν· ἀλλ᾿ αἱ λέξεις [[μολόβριον]], [[μολοβρίτης]] προφανῶς σχετίζουσι τὸ μολοβρὸς πρὸς τὴν ἔννοιαν τοῦ χοίρου· καὶ ἂν ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] (ὡς ὁ Κούρτ. νομίζει) ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ [[μέλας]], [[μολύνω]], ἡ κυριολεκτικὴ [[σημασία]] [[αὐτοῦ]] θὰ [[εἶναι]], [[μέλας]] ἢ ῥυπαρὸς [[χοῖρος]]).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />gourmand ; parasite.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure ; DELG suppl. *μόλος (cf. <i>skr.</i> málam « boue ») et *gwerh3 « manger » : « qui mange des ordures », terme injurieux.
}}
}}