Anonymous

ἀνθρώπινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρώπινος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 737Β· [[ἀνθρώπινος]], ὡς καὶ νῦν, ὁ πᾶς ἀνθρ. [[βίος]] Ἡρόδ. 7. 46· ἅπαν τὸ ἀνθρ., πάντες οἱ ἄνθρωποι, αὐτ. 1. 86· τὸ ἀνθρ. γένος Ἀντιφῶν 125. 22, Πλάτ. Φαίδων 82Β· ἀνθρ. κίνδυνοι, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ θεῖοι, Ἀνδοκ. 18. 14· πρβλ. Λυσ. 105. 7, Ξεν. Ἀπομν. 5, 4, 19· ἀνθρ. τεκμήρια, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς οἰωνούς, Ἀντιφ. 139. 1· τὰ ἀνθρ. πράγματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν, Πλάτ. Παρμ. 134Ε, κτλ.· οὕτω, τἀνθρώπινα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 170Β. 2) [[ἀνθρώπινος]], ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρωπίνη [[δόξα]], ἀνθρωπίνη [[ἀντίληψις]] ἢ [[δοξασία]], ὁ αὐτ. Σοφ. 229Α· οὐκ ἀνθρ. [[ἀμαθία]], πλέον ἢ ἀνθρωπ. [[ἀμαθία]], ὁ αὐτ. Νόμ. 737Β, κτλ.· ἀνθρωπίνη καὶ μετρία [[σκῆψις]] Δημ. 527. 14· οὐ χρὴ ... ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον [[ὄντα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10.7, 8· ἀνθρ. [[νοῦς]] Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3, κτλ. ΙΙ. ἐπίρρ., ἀνθρωπίνως, ὡς ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν ἀνθρωπίνως λήψονται, ὅτι θὰ ἀξιωθῶσι συγγνώμης ὡς ὑποπεσόντες εἰς [[σφάλμα]] ὡς ἄνθρωποι, Θουκ. 3. 4· ἀνθρωπινώτερον Πλάτ. Κρατ. 392Β, Δημ. 311. 19· ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι ὅ ἐ. μὲ [[αἴσθημα]] συμπαθείας, Ἀνδοκ. 8. 27· [[πράως]], ἡμέρως, φιλανθρώπως, Δημ. 643. 11· ἀνθρ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν, [[μετὰ]] μετριότητος, [[μετὰ]] μετριοπαθείας, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 281· εὐτυχίαν Διόδ. 1. 60. ― Ἐκ τῶν τριῶν τύπων, τὸ [[ἀνθρώπειος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς Τραγικοῖς καὶ ἐν τῷ ἀρχαιοτέρῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ· τὸ [[ἀνθρώπινος]] πλεονάζει παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀπὸ τοῦ Πλάτ. καὶ ἑξ. (ἂν καὶ αὐτὸς μεταχειρίζεται οὐχ ἧττον συχνῶς καὶ τὸ [[ἀνθρώπειος]])· τὸ ἀνθρωπικὸς [[εἶναι]] [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ.
|lstext='''ἀνθρώπινος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Πλάτ. Νόμ. 737Β· [[ἀνθρώπινος]], ὡς καὶ νῦν, ὁ πᾶς ἀνθρ. [[βίος]] Ἡρόδ. 7. 46· ἅπαν τὸ ἀνθρ., πάντες οἱ ἄνθρωποι, αὐτ. 1. 86· τὸ ἀνθρ. γένος Ἀντιφῶν 125. 22, Πλάτ. Φαίδων 82Β· ἀνθρ. κίνδυνοι, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ θεῖοι, Ἀνδοκ. 18. 14· πρβλ. Λυσ. 105. 7, Ξεν. Ἀπομν. 5, 4, 19· ἀνθρ. τεκμήρια, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς οἰωνούς, Ἀντιφ. 139. 1· τὰ ἀνθρ. πράγματα, ὡς λέγομεν καὶ νῦν, Πλάτ. Παρμ. 134Ε, κτλ.· οὕτω, τἀνθρώπινα ὁ αὐτ. Θεαίτ. 170Β. 2) [[ἀνθρώπινος]], ἁρμόζων εἰς ἄνθρωπον, ἀνθρωπίνη [[δόξα]], ἀνθρωπίνη [[ἀντίληψις]] ἢ [[δοξασία]], ὁ αὐτ. Σοφ. 229Α· οὐκ ἀνθρ. [[ἀμαθία]], πλέον ἢ ἀνθρωπ. [[ἀμαθία]], ὁ αὐτ. Νόμ. 737Β, κτλ.· ἀνθρωπίνη καὶ μετρία [[σκῆψις]] Δημ. 527. 14· οὐ χρὴ ... ἀνθρώπινα φρονεῖν ἄνθρωπον [[ὄντα]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10.7, 8· ἀνθρ. [[νοῦς]] Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 3, κτλ. ΙΙ. ἐπίρρ., ἀνθρωπίνως, ὡς ξυγγνώμην ἁμαρτεῖν ἀνθρωπίνως λήψονται, ὅτι θὰ ἀξιωθῶσι συγγνώμης ὡς ὑποπεσόντες εἰς [[σφάλμα]] ὡς ἄνθρωποι, Θουκ. 3. 4· ἀνθρωπινώτερον Πλάτ. Κρατ. 392Β, Δημ. 311. 19· ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι ὅ ἐ. μὲ [[αἴσθημα]] συμπαθείας, Ἀνδοκ. 8. 27· [[πράως]], ἡμέρως, φιλανθρώπως, Δημ. 643. 11· ἀνθρ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν, [[μετὰ]] μετριότητος, [[μετὰ]] μετριοπαθείας, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 281· εὐτυχίαν Διόδ. 1. 60. ― Ἐκ τῶν τριῶν τύπων, τὸ [[ἀνθρώπειος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἀποκλειστικῶς παρὰ τοῖς Τραγικοῖς καὶ ἐν τῷ ἀρχαιοτέρῳ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ· τὸ [[ἀνθρώπινος]] πλεονάζει παρὰ τοῖς κωμικοῖς καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς, ἀπὸ τοῦ Πλάτ. καὶ ἑξ. (ἂν καὶ αὐτὸς μεταχειρίζεται οὐχ ἧττον συχνῶς καὶ τὸ [[ἀνθρώπειος]])· τὸ ἀνθρωπικὸς [[εἶναι]] [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui concerne l’homme : τὸ ἀνθρώπινον HDT le genre humain;<br /><b>2</b> qui convient à l’homme, propre à l’homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]].
}}
}}