Anonymous

ἀνασχετικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασχετικός''': -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
|lstext='''ἀνασχετικός''': -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />patient.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνέχω]].
}}
}}