3,258,334
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέπαφος''': -ον, ([[ἐπαφή]]) = [[ἄθικτος]], [[ἀβλαβής]], ὡς καὶ νῦν, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, Δημ. 931. 5, πρβλ. 926. 20· ἀνέπ. σώματα, ἐπὶ δούλων (πρβλ. [[ἀνέφαπτος]]), Μενάνδ. ἐν «Περινθίᾳ»8 («ἀνέπαφον: ἀνεύθυνον, καθαρόν, ἀθιγές, ἀψηλάφητον» Σουΐδ.)· ἐλευθέρα ἔστω καὶ ἀν. Ἐπιγρ. Δελφ. 39. 26: - μετ. γεν., πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον Μ. Ἀντων. 3. 4. - Ἐπίρρ. -φως, ἀψαύστως, Σουΐδ. | |lstext='''ἀνέπαφος''': -ον, ([[ἐπαφή]]) = [[ἄθικτος]], [[ἀβλαβής]], ὡς καὶ νῦν, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, Δημ. 931. 5, πρβλ. 926. 20· ἀνέπ. σώματα, ἐπὶ δούλων (πρβλ. [[ἀνέφαπτος]]), Μενάνδ. ἐν «Περινθίᾳ»8 («ἀνέπαφον: ἀνεύθυνον, καθαρόν, ἀθιγές, ἀψηλάφητον» Σουΐδ.)· ἐλευθέρα ἔστω καὶ ἀν. Ἐπιγρ. Δελφ. 39. 26: - μετ. γεν., πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον Μ. Ἀντων. 3. 4. - Ἐπίρρ. -φως, ἀψαύστως, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à qui <i>ou</i> à quoi l’on ne touche pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπαφή]]. | |||
}} | }} |