στάγμα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάγμα''': τό, τὸ σταζόμενον, [[σταγών]], [[ἀπόσταγμα]], τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. [[μέλι]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103.
|lstext='''στάγμα''': τό, τὸ σταζόμενον, [[σταγών]], [[ἀπόσταγμα]], τῆς ἀνθεμουργοῦ στ., δηλ. [[μέλι]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 612˙ μίλτειον στ. Ἀνθ. Π. 6. 103.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />liquide coulant goutte à goutte.<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]].
}}
}}