Anonymous

ἀγαθουργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαθουργός''': -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀγαθοεργός]]. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.
|lstext='''ἀγαθουργός''': -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ [[ἀγαθοεργός]]. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀγαθοεργός]].
}}
}}