3,277,241
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγροικία''': ἡ, [[τραχύτης]], [[ἄγροικος]] [[χαρακτήρ]], Πλάτ. Γοργ. 461 C, Πολ. 560 D, καὶ ἀλλ.· - πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13. ΙΙ. ἡ [[χώρα]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, Πλούτ. 2. 519 Α· πλθ., ὁ αὐτ. 311 Β: - ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐξοχικαὶ οἰκίαι, Διοδ. 2. 8. | |lstext='''ἀγροικία''': ἡ, [[τραχύτης]], [[ἄγροικος]] [[χαρακτήρ]], Πλάτ. Γοργ. 461 C, Πολ. 560 D, καὶ ἀλλ.· - πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13. ΙΙ. ἡ [[χώρα]], οἱ ἀγροί, Λατ. rus, Πλούτ. 2. 519 Α· πλθ., ὁ αὐτ. 311 Β: - ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐξοχικαὶ οἰκίαι, Διοδ. 2. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> séjour, résidence à la campagne;<br /><b>2</b> mœurs rustiques, grossièreté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγροῖκος]]. | |||
}} | }} |