Anonymous

ὑπαρκτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.
|lstext='''ὑπαρκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, [[πραγματικός]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
}}
}}