3,274,746
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῐνῠρός''': -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. [[κινυρός]]. (Ἴδε ἐν λέξ. [[μινύθω]]). | |lstext='''μῐνῠρός''': -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. [[κινυρός]]. (Ἴδε ἐν λέξ. [[μινύθω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />qui murmure d’une voix plaintive, qui gémit doucement.<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]]. | |||
}} | }} |