Anonymous

ἐκτανύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτᾰνύω''': μέλλ. -ύσω, = [[ἐκτείνω]]: ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐξαπλώνω, [[ἔρνος]]... ἐλαίης... βόθρου τ’ ἐξέστρεψε (ὁ [[ἄνεμος]]) καὶ ἐξετάνυσσ’ ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ρ. 58: ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ὁ δ’ [[ὕπτιος]] ἐξετανύσθη Η. 271· ἐξετανύσθη [[ἄμπελος]], ἐξηπλώθη καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσον 38. 2) [[ἐκτείνω]], τεντώνω, «τανύζω», ἐκ δ’ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς Ὀδ. Ψ. 201· δέρμα Πινδ. Π. 4. 430. 3) [[ἐπεκτείνω]], ἐξετάνυσσας ὁδὸν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 4. Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1562 ἐκτανύσαι τῶν χειρογρ. [[ὅπερ]] νῦν γράφεται ἐξανύσαι, ἴδε [[ἐξανύω]]: ― Ποιητ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ἱπποκράτει (π. Ἀγμ. 778). ῠ συνήθως, ἀλλ’ ῡ Ἀνακρεόντ. 8.
|lstext='''ἐκτᾰνύω''': μέλλ. -ύσω, = [[ἐκτείνω]]: ὁ Ὅμ. ἔχει τοῦτον τὸν τύπον μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐξαπλώνω, [[ἔρνος]]... ἐλαίης... βόθρου τ’ ἐξέστρεψε (ὁ [[ἄνεμος]]) καὶ ἐξετάνυσσ’ ἐπὶ γαίῃ Ἰλ. Ρ. 58: ― Παθ., ἐξαπλώνομαι, ὁ δ’ [[ὕπτιος]] ἐξετανύσθη Η. 271· ἐξετανύσθη [[ἄμπελος]], ἐξηπλώθη καθ’ ἁπάσας τὰς διευθύνσεις, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Διόνυσον 38. 2) [[ἐκτείνω]], τεντώνω, «τανύζω», ἐκ δ’ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς Ὀδ. Ψ. 201· δέρμα Πινδ. Π. 4. 430. 3) [[ἐπεκτείνω]], ἐξετάνυσσας ὁδὸν Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1078. 4. Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1562 ἐκτανύσαι τῶν χειρογρ. [[ὅπερ]] νῦν γράφεται ἐξανύσαι, ἴδε [[ἐξανύω]]: ― Ποιητ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ἱπποκράτει (π. Ἀγμ. 778). ῠ συνήθως, ἀλλ’ ῡ Ἀνακρεόντ. 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκτανύσω, <i>ao.</i> ἐξετάνυσα, <i>ao. Pass.</i> ἐξετανύσθην;<br /><b>1</b> étendre, allonger;<br /><b>2</b> étendre sur le sol.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τανύω]].
}}
}}