Anonymous

ποσίνδα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποσίνδα''': Ἐπίρρ. ([[πόσος]]) [[ποσάκις]]; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει [[ταχέως]] δακτύλους τινὰς τῆς [[ἑαυτοῦ]] χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ [[ἕτερος]] ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι [[εἶναι]] οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. [[βασιλίνδα]].
|lstext='''ποσίνδα''': Ἐπίρρ. ([[πόσος]]) [[ποσάκις]]; π. παίζειν = ἀρτιάζειν, Λατ. ludere par impar, παιδιὰ καθ’ ἣν ὁ μὲν ἐκτείνει [[ταχέως]] δακτύλους τινὰς τῆς [[ἑαυτοῦ]] χειρὸς κεκλεισμένης οὔσης, ὁ δὲ [[ἕτερος]] ὀφείλει νὰ εἴπῃ ἀμέσως τὸ πόσοι [[εἶναι]] οἱ ἐκτεινόμενοι δάκτυλοι, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 10, ἐκ διορθώσεως τοῦ L. Dind. ἐκ τῶν Θεογνώστου Καν. 164· πρβλ. [[βασιλίνδα]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />(jouer) à combien (de fèves on a dans la main).<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], -ινδα.
}}
}}