Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγκολπίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκολπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[σχηματίζω]] κόλπον, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Στράβων 243. 2) [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν κόλπον, καὶ [[παραπλέω]] αὐτὸν μὴ ἀπομακρυνόμενος τῆς ξηρᾶς, [[αὐτόθι]] 443. ΙΙ. Μέσ. [[μετὰ]] παθ. πρκμ. [[λαμβάνω]] τινὰ εἰς τὸν κόλπον μου, Πλούτ. 2. 508D· [[ἐναγκαλίζομαι]], Φίλων 1. 425· [[περίοδος]] πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, [[περίοδος]] περιλαμβάνουσα πολλὰς στροφὰς ἐκφράσεως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4 (κοιν. ἐγκαλλωπιζομένη)· ἰχθύων οὓς ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ Ἀλκίφρων 1. 18.
|lstext='''ἐγκολπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[σχηματίζω]] κόλπον, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Στράβων 243. 2) [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν κόλπον, καὶ [[παραπλέω]] αὐτὸν μὴ ἀπομακρυνόμενος τῆς ξηρᾶς, [[αὐτόθι]] 443. ΙΙ. Μέσ. [[μετὰ]] παθ. πρκμ. [[λαμβάνω]] τινὰ εἰς τὸν κόλπον μου, Πλούτ. 2. 508D· [[ἐναγκαλίζομαι]], Φίλων 1. 425· [[περίοδος]] πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, [[περίοδος]] περιλαμβάνουσα πολλὰς στροφὰς ἐκφράσεως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4 (κοιν. ἐγκαλλωπιζομένη)· ἰχθύων οὓς ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ Ἀλκίφρων 1. 18.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> former un golfe;<br /><b>2</b> entrer dans un golfe;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγκολπίζομαι;<br /><b>1</b> enfermer dans son sein, embrasser;<br /><b>2</b> envelopper, prendre dans un filet.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κόλπος]].
}}
}}