3,270,438
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδῐκέω''': ἐκδικῶ, τιμωρῶ, τι Ἀθήν. 560Ε, Ἐπιστ. Β΄ π. Κοριθ. ι΄, 6· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀπαιτῶ ποινήν, ἐκδίκησιν, διά τι [[ἔγκλημα]], Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Δ΄, 7), Καιν. Διαθ. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν [[ὑπὲρ]] ἄλλου, Ἀπολλόδ. 2. 5, 11· ἑαυτοὺς Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 19, κτλ.· ἐκδικῶ τινα ἀπό τινος, ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 3. 2) ἐνεργῶ, [[πράττω]] ὡς [[ἔκδικος]] (ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2824-50, κ. ἀλλ., ἴδε Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει ἐκδικήσαντα. ΙΙΙ. ἐκδ. τινί, ἀνταποδίδω, ἀντιποιῶ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627. | |lstext='''ἐκδῐκέω''': ἐκδικῶ, τιμωρῶ, τι Ἀθήν. 560Ε, Ἐπιστ. Β΄ π. Κοριθ. ι΄, 6· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ἀπαιτῶ ποινήν, ἐκδίκησιν, διά τι [[ἔγκλημα]], Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Δ΄, 7), Καιν. Διαθ. ΙΙ. [[λαμβάνω]] ἐκδίκησιν [[ὑπὲρ]] ἄλλου, Ἀπολλόδ. 2. 5, 11· ἑαυτοὺς Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιβ΄, 19, κτλ.· ἐκδικῶ τινα ἀπό τινος, ἐκδίκησόν με ἀπὸ τοῦ ἀντιδίκου μου Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 3. 2) ἐνεργῶ, [[πράττω]] ὡς [[ἔκδικος]] (ΙΙ. 2), Συλλ. Ἐπιγρ. 2824-50, κ. ἀλλ., ἴδε Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη ἐν λέξει ἐκδικήσαντα. ΙΙΙ. ἐκδ. τινί, ἀνταποδίδω, ἀντιποιῶ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />réclamer justice <i>ou</i> tirer vengeance de ; punir, se venger de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἔκδικος]]. | |||
}} | }} |