Anonymous

κουρά: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρά''': Ἰων. -ρή, -ᾶς, ἡ, ([[κείρω]]) τὸ κείρεσθαι, κόπτειν τὴν κόμην, τὸ [[κούρευμα]], τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι (πρβλ. περιτρόχαλα) Ἡρόδ. 3. 8· κουρᾶς δεῖσθαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 2, κτλ.· [[συχν]]. ὡς [[σημεῖον]] πένθους, κ. πενθίμῳ Εὐρ. Ἄλκ. 512, πρβλ. Ὀρέστ. 458· κουραῖσι καὶ θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1060· κουραῖς διατετιλμένης φόβης Σχόλ. εἰς Ἀποσπ. 587. 2) [[καθόλου]], τὸ κόπτειν, τέμνειν, [[δρυοτομικὴ]] καὶ κ. ξύμπασα Πλάτ. Πολιτικ. 288D· ἐπὶ ζῴων τρεφομένων ἐκ τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10. ΙΙ. ὡς τὸ [[τομή]], τὸ καρθὲν ἢ διὰ τῆς κουρᾶς ἀποτμηθέν, βόστρυχος ἀποκοπείς, Αἰσχύλ. Χο. 226.
|lstext='''κουρά''': Ἰων. -ρή, -ᾶς, ἡ, ([[κείρω]]) τὸ κείρεσθαι, κόπτειν τὴν κόμην, τὸ [[κούρευμα]], τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι (πρβλ. περιτρόχαλα) Ἡρόδ. 3. 8· κουρᾶς δεῖσθαι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 15, 2, κτλ.· [[συχν]]. ὡς [[σημεῖον]] πένθους, κ. πενθίμῳ Εὐρ. Ἄλκ. 512, πρβλ. Ὀρέστ. 458· κουραῖσι καὶ θρήνοισι ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1060· κουραῖς διατετιλμένης φόβης Σχόλ. εἰς Ἀποσπ. 587. 2) [[καθόλου]], τὸ κόπτειν, τέμνειν, [[δρυοτομικὴ]] καὶ κ. ξύμπασα Πλάτ. Πολιτικ. 288D· ἐπὶ ζῴων τρεφομένων ἐκ τῆς χλόης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 10. ΙΙ. ὡς τὸ [[τομή]], τὸ καρθὲν ἢ διὰ τῆς κουρᾶς ἀποτμηθέν, βόστρυχος ἀποκοπείς, Αἰσχύλ. Χο. 226.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />action de couper <i>ou</i> de raser les cheveux ; <i>p. ext.</i> boucle de cheveux coupée.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κείρω]].
}}
}}