Anonymous

διαφυγή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαφῠγή''': ἡ, ([[διαφεύγω]]) [[καταφύγιον]], μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.
|lstext='''διαφῠγή''': ἡ, ([[διαφεύγω]]) [[καταφύγιον]], μέσα διαφυγῆς, τινος, ἔκ τινος πράγματος, Πλάτ. Πρωτ. 321Α κ. ἀλλ.· ἔκ τινος Πλούτ. Ἀλκιβ. 25.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />moyen d’échapper par la fuite.<br />'''Étymologie:''' [[διαφεύγω]].
}}
}}