3,258,334
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μειλίσσω''': μέλλ. -ξω· (Ἐκ τῆς √ΜΕΙΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ μείλια, μείλιχος καὶ -ίχιος, κτλ., μειλεῖν = ἀρέσκειν (Ἡσύχ.), καὶ [[ἴσως]] μέλε (ὦ [[μέλε]])· πρβλ. Σανσκρ. mard (= marl), m.ri.l-âmi (faveo), m.ril-îkam (gratia)· Γοτθ. milds ([[φιλόστοργος]])· Ἀρχ. Γερμ. mil-ti (mild)· Σλαυ. mil-u ([[ἐλεεινός]])· Λιθ. myl-iu (amo), κτλ.· ― ἡ [[ῥίζα]] τοῦ μέλι, δηλ. μέλιτ, ἀντίκειται εἰς τὴν πρὸς τὸ μείλια, κτλ. σχέσιν). Περιποιοῦμαι, φιλοξενῶ τινα, τραπέζῃ μειλίξαντ’ ἀποπέμψαι Θεόκρ. 16. 28· ἰδίως [[καταπραΰνω]], ἐξιλεώνω, σπανίως [[μετὰ]] γεν., πυρὸς μειλισσέμεν (ὡς τὸ πυρὸς χαρίζεσθαι), καταπραΰνειν, ἐξιλεοῦν [τοὺς νεκροὺς] διὰ τοῦ [[πυρός]], δηλ. δι’ ἐπικηδείων τελετῶν καὶ τιμῶν, Ἰλ. Η. 410· ἐπὶ ποταμῶν, λιπαροῖς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες [[οὖδας]], εὐεργετοῦντες, χαροποιοῦντες τὸ [[ἔδαφος]] διὰ λιπαρῶν ῥευμάτων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1030· [[ὀργὰς]] μ. Εὐρ. Ἑλ. 1339· μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις Λυκόφρ. 542, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 708. ΙΙ. Παθ., μειλίσσομαι, πραΰνομαι, [[γίνομαι]] πραότερος, ἡσυχώτερος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 291. ΙΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι γλυκεῖς καὶ πραϋντικοὺς λόγους, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ’ ἐλεαίρων, μὴ μείλιχα καὶ προσηνῆ λέγε χαριζόμενος ἢ ἐλεῶν, ἀλλ’ εἰπέ μοι δηλ. τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, Ὀδ. Γ. 96., Δ. 326. 2) [[ἐξευμενίζω]], ἐξιλεώνω, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 860, πρβλ. Φιλόστρ. 304, κτλ.· [[δαμάζω]], [[ὑποτάσσω]], ἔθνη..., καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Πλούτ. 2. 330B· ἀϋτμὴν πυρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 531. 3) ἐπικαλοῦμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 985, πρβλ. Δ. 1012· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω Δ. 416. | |lstext='''μειλίσσω''': μέλλ. -ξω· (Ἐκ τῆς √ΜΕΙΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ μείλια, μείλιχος καὶ -ίχιος, κτλ., μειλεῖν = ἀρέσκειν (Ἡσύχ.), καὶ [[ἴσως]] μέλε (ὦ [[μέλε]])· πρβλ. Σανσκρ. mard (= marl), m.ri.l-âmi (faveo), m.ril-îkam (gratia)· Γοτθ. milds ([[φιλόστοργος]])· Ἀρχ. Γερμ. mil-ti (mild)· Σλαυ. mil-u ([[ἐλεεινός]])· Λιθ. myl-iu (amo), κτλ.· ― ἡ [[ῥίζα]] τοῦ μέλι, δηλ. μέλιτ, ἀντίκειται εἰς τὴν πρὸς τὸ μείλια, κτλ. σχέσιν). Περιποιοῦμαι, φιλοξενῶ τινα, τραπέζῃ μειλίξαντ’ ἀποπέμψαι Θεόκρ. 16. 28· ἰδίως [[καταπραΰνω]], ἐξιλεώνω, σπανίως [[μετὰ]] γεν., πυρὸς μειλισσέμεν (ὡς τὸ πυρὸς χαρίζεσθαι), καταπραΰνειν, ἐξιλεοῦν [τοὺς νεκροὺς] διὰ τοῦ [[πυρός]], δηλ. δι’ ἐπικηδείων τελετῶν καὶ τιμῶν, Ἰλ. Η. 410· ἐπὶ ποταμῶν, λιπαροῖς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες [[οὖδας]], εὐεργετοῦντες, χαροποιοῦντες τὸ [[ἔδαφος]] διὰ λιπαρῶν ῥευμάτων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1030· [[ὀργὰς]] μ. Εὐρ. Ἑλ. 1339· μ. τινὰ λοιβαῖς, χύτλοις Λυκόφρ. 542, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 708. ΙΙ. Παθ., μειλίσσομαι, πραΰνομαι, [[γίνομαι]] πραότερος, ἡσυχώτερος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 291. ΙΙΙ. Μέσ., μεταχειρίζομαι γλυκεῖς καὶ πραϋντικοὺς λόγους, μηδέ τί μ’ αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ’ ἐλεαίρων, μὴ μείλιχα καὶ προσηνῆ λέγε χαριζόμενος ἢ ἐλεῶν, ἀλλ’ εἰπέ μοι δηλ. τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, Ὀδ. Γ. 96., Δ. 326. 2) [[ἐξευμενίζω]], ἐξιλεώνω, Κύπριν ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 860, πρβλ. Φιλόστρ. 304, κτλ.· [[δαμάζω]], [[ὑποτάσσω]], ἔθνη..., καθάπερ ζῷα τιθασεύων καὶ μ. Πλούτ. 2. 330B· ἀϋτμὴν πυρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 531. 3) ἐπικαλοῦμαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 985, πρβλ. Δ. 1012· καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἐγὼ κεῖνόν γε τεὰς ἐς χεῖρας ἱκέσθαι μειλίξω Δ. 416. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μειλίξω, <i>ao.</i> ἐμείλιξα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> adoucir, calmer, apaiser ; <i>avec le gén. d’instrument</i> : πυρὸς νέκυας IL apaiser les morts en les brûlant (<i>propr.</i> par le feu);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> engraisser, féconder, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μειλίσσομαι adresser de bonnes paroles à, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Μιλ, être favorable ; cf. <i>skr.</i> mrlâmi « je suis favorable ». | |||
}} | }} |