Anonymous

κατορρωδέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατορρωδέω''': Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.
|lstext='''κατορρωδέω''': Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι [[μεγάλως]], μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> frissonner de peur;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> trembler devant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀρρωδέω]].
}}
}}