Anonymous

μέμψις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέμψις''': -εως, ἡ, [[μομφή]], [[ἐπίπληξις]], μέμψιν δικαίαν [[μέμφομαι]] Ἀριστοφ. Πλ. 10· μ. ἐπιφέρειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1253· μ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἔχειν μ., προκαλεῖν μομφήν, ψόγον, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 974· - ἐν τῷ πληθ., μομφαί, Πλάτ. Νόμ. 684D· παράπονα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 2. 2) ἐνεργ., [[λόγος]], βάσις παραπόνου ἢ μομφῆς, ἐπιθυμία πρὸς μομφήν, μ. οὔτιν’ ἀνθρώποις ἔχων Αἰσχύλ. Πρ. 445, πρβλ. Σοφ. Φ. 1309· φίλων μ., [[κατάκρισις]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 419. Πρβλ. [[μομφή]].
|lstext='''μέμψις''': -εως, ἡ, [[μομφή]], [[ἐπίπληξις]], μέμψιν δικαίαν [[μέμφομαι]] Ἀριστοφ. Πλ. 10· μ. ἐπιφέρειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1253· μ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἔχειν μ., προκαλεῖν μομφήν, ψόγον, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 974· - ἐν τῷ πληθ., μομφαί, Πλάτ. Νόμ. 684D· παράπονα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 2. 2) ἐνεργ., [[λόγος]], βάσις παραπόνου ἢ μομφῆς, ἐπιθυμία πρὸς μομφήν, μ. οὔτιν’ ἀνθρώποις ἔχων Αἰσχύλ. Πρ. 445, πρβλ. Σοφ. Φ. 1309· φίλων μ., [[κατάκρισις]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 419. Πρβλ. [[μομφή]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> blâme, reproche;<br /><b>2</b> sujet de plainte.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]].
}}
}}