Anonymous

θοινάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θοινάω''': [[τρώγω]], εὐωχοῦμαι, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212. ΙΙ. ἑστιῶ, «φιλεύω», φίλους Εὐρ. ἐν Ἴωνι 982· τὸ [[δεῖπνον]], τὸ μιν [[ἐκεῖνος]] σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (διάφ. γραφ. -ισε), τὸ [[δεῖπνον]] εἰς τὸ ὁποῖον ἐφίλευσεν αὐτὸν μὲ τὰς σάρκας τοῦ τέκνου του, Ἡρόδ. 1. 129. 2) συχνότερον ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ.: μέλλ. -άσομαι, Εὐρ. Ἠλ. 836, Κύκλ. 377, -ήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1045: ἀόρ. ἐθοινήθην (ἴδε κατωτ.)· ἀλλ’ -ησάμην, Νόνν. Δ. 5. 331, Ἀνθ. Π. 9 244: πρκμ. ταθοίνᾱμαι (ἴδε κατωτ.)· α) ἀπολ., ἑστιῶμαι, εὐωχοῦμαι, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐς δ’ αὐτοὺς [[προτέρω]] ἅγε θοινηθῆναι, τοὺς εἰσήγαγε νὰ φάγωσιν, Ὀδ. Δ. 36· παρὰ φίλοις θοινᾶσθαι Εὐρ. Ἀλκ. 542· θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν Πλουτ. 1· ἴδε ἐν λ. [[πευστήριος]]. β) μετ’ αἰτ., μῶν τεθοίναται φίλους; Εὐρ. Κύκλ. 377·, [[ἅλις]] λεόντων ἐστί μοι θοινομένῳ (ἕνθα [[ὅμως]] τὸ λεόντων ἠδύνατο νὰ συναφθῇ [[μετὰ]] τοῦ [[ἅλις]]) [[αὐτόθι]] 248· θοινήσατο θήρης Ἀνθ. ΙΙ. 9, 244· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, σάρκα θοινᾶται ποδὸς Εὐρ. (Ἀποσπ. 790), ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 22, 13.
|lstext='''θοινάω''': [[τρώγω]], εὐωχοῦμαι, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212. ΙΙ. ἑστιῶ, «φιλεύω», φίλους Εὐρ. ἐν Ἴωνι 982· τὸ [[δεῖπνον]], τὸ μιν [[ἐκεῖνος]] σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (διάφ. γραφ. -ισε), τὸ [[δεῖπνον]] εἰς τὸ ὁποῖον ἐφίλευσεν αὐτὸν μὲ τὰς σάρκας τοῦ τέκνου του, Ἡρόδ. 1. 129. 2) συχνότερον ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ.: μέλλ. -άσομαι, Εὐρ. Ἠλ. 836, Κύκλ. 377, -ήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1045: ἀόρ. ἐθοινήθην (ἴδε κατωτ.)· ἀλλ’ -ησάμην, Νόνν. Δ. 5. 331, Ἀνθ. Π. 9 244: πρκμ. ταθοίνᾱμαι (ἴδε κατωτ.)· α) ἀπολ., ἑστιῶμαι, εὐωχοῦμαι, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐς δ’ αὐτοὺς [[προτέρω]] ἅγε θοινηθῆναι, τοὺς εἰσήγαγε νὰ φάγωσιν, Ὀδ. Δ. 36· παρὰ φίλοις θοινᾶσθαι Εὐρ. Ἀλκ. 542· θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν Πλουτ. 1· ἴδε ἐν λ. [[πευστήριος]]. β) μετ’ αἰτ., μῶν τεθοίναται φίλους; Εὐρ. Κύκλ. 377·, [[ἅλις]] λεόντων ἐστί μοι θοινομένῳ (ἕνθα [[ὅμως]] τὸ λεόντων ἠδύνατο νὰ συναφθῇ [[μετὰ]] τοῦ [[ἅλις]]) [[αὐτόθι]] 248· θοινήσατο θήρης Ἀνθ. ΙΙ. 9, 244· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, σάρκα θοινᾶται ποδὸς Εὐρ. (Ἀποσπ. 790), ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 22, 13.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>Act. seul. prés., impf. et ao.</i> ἐθοίνησα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐθοινήθην, <i>pf.</i> τεθοίναμαι;<br />manger dans un festin, se régaler de, dévorer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> θοινάομαι-ῶμαι (<i>f.</i> θοινάσομαι, <i>ao. Pass.</i> ἐθοινήθην <i>ou Moy.</i> ἐθοινησάμην, <i>pf.</i> τεθοίναμαι) festiner, se régaler.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]].
}}
}}