Anonymous

ἀποψεύδομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29.
|lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29.
}}
{{bailly
|btext=être déçu : τῆς ἐλπίδος être frustré de son espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ψεύδομαι]].
}}
}}