3,274,903
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29. | |lstext='''ἀποψεύδομαι''': ἀποθ. παχυλῶς [[ψεύδομαι]], ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. [[κατασκευάζω]], ἐπινοῶ τι ψευδές, παρανομήματι δ’ ἐπὶ τηλικούτῳ μεγάλην ἀπεψεύδοντο πρόφασιν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 4. 3, 5: - Παθ. [[ἀποτυγχάνω]], οὐδὲ ἀπεψεύσθη τῆς ἐλπίδος Πλουτ. Μάρκελλ. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être déçu : τῆς ἐλπίδος être frustré de son espérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ψεύδομαι]]. | |||
}} | }} |