Anonymous

μόνιππος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόνιππος''': -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, [[ἱππεύς]], [[ἔφιππος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, [[Πολυδ]]. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.
|lstext='''μόνιππος''': -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, [[ἱππεύς]], [[ἔφιππος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, [[Πολυδ]]. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />cheval attelé <i>ou</i> monté seul ; ὁ [[μόνιππος]] cheval de selle.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἵππος]].
}}
}}