Anonymous

ἀντερείδω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντερείδω''': [[στηρίζω]] ἐπὶ ἄλλου, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις, συνάψας χεῖρα μὲ χεῖρα, Πινδ. Π. 4. 65· ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις [[δόρυ]] Εὐρ. Ἱκ. 702· ἀντ. ξύλα [τῷ πύργῳ], θέτω ξύλινα ὑποστηρίγματα εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀντ. βάσιν, τοποθετῶ στερεῶς, Σοφ. Φ. 1403. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι [[σταθερός]], ἀνθίσταμαι εἰς πίεσιν, [[παρέχω]] ἀντίστασιν, ἀντίθ. τῷ [[ὑπείκω]], Ξεν. Κύρ. 8. 8. 16, πρβλ. Κυν. 10. 16, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ἀριστ., κτλ.· θέναρι ἀντ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· τὸ ὠθούμενον ἀντ. [[ὅθεν]] ὠθεῖται, παρουσιάζει ἀντίστασιν πρὸς τὸ [[μέρος]] ἐξ οὗ πιέζεται, Ἀριστ. Μηχαν. 34. 1, κτλ.
|lstext='''ἀντερείδω''': [[στηρίζω]] ἐπὶ ἄλλου, χειρὶ χεῖρα ἀντερείσαις, συνάψας χεῖρα μὲ χεῖρα, Πινδ. Π. 4. 65· ἀντέρειδε τοῖς Ἐρεχθείδαις [[δόρυ]] Εὐρ. Ἱκ. 702· ἀντ. ξύλα [τῷ πύργῳ], θέτω ξύλινα ὑποστηρίγματα εἰς..., Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· ἀντ. βάσιν, τοποθετῶ στερεῶς, Σοφ. Φ. 1403. ΙΙ. ἀμετάβ., ἵσταμαι [[σταθερός]], ἀνθίσταμαι εἰς πίεσιν, [[παρέχω]] ἀντίστασιν, ἀντίθ. τῷ [[ὑπείκω]], Ξεν. Κύρ. 8. 8. 16, πρβλ. Κυν. 10. 16, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ἀριστ., κτλ.· θέναρι ἀντ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· τὸ ὠθούμενον ἀντ. [[ὅθεν]] ὠθεῖται, παρουσιάζει ἀντίστασιν πρὸς τὸ [[μέρος]] ἐξ οὗ πιέζεται, Ἀριστ. Μηχαν. 34. 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> appuyer contre, arc-bouter : ξύλα XÉN appuyer des étais (contre une tour);<br /><b>2</b> <i>intr.</i> tenir ferme contre, offrir de la résistance à, dat. <i>ou</i> [[πρός]] <i>et l’acc.</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐρείδω]].
}}
}}