3,274,155
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νῑκάω''': μέλλ. ήσω: πρκμ. νενίκηκα: - πρβλ. [[νίκημι]]: ([[νίκη]]): 1) ἀπολ., νικῶ, [[ὑπερισχύω]], ἐπικρατῶ, εἶμια νικητὴς ἐν μάχῃ, ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἐν οἱᾳδήποτε διαμάχῃ, Ὅμ., κλ.˙ ὁ νικήσας, ὁ [[νικητής]], Ἰλ. Γ. 138, 255., Ψ. 702, κτλ.˙ ὁ νικηθείς, ὁ ἡττημένος, Ψ. 656, 663˙ ἐνίκησα καὶ [[δεύτερος]] καὶ [[τέταρτος]] ἐγενόμην, ἔλαβον τὸ πρῶτον [[βραβεῖον]] [ἐν Ὀλυμπίᾳ], κτλ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 353D· - ὁ ἐνεστ. [[συχνάκις]] κεῖται ὡς πρκμ., ἔχω νικήσῃ, κηρύττομαι [[νικητής]], Πινδ. Ο. 9. 167., 13, 41, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27, Ἀν. 2. 1, 1, Συμπ. 5. 9˙ - [[νικᾶν]] ἐπὶ πᾶσι κριταῖς ἢ ἑνὶ κριτῇ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων ἢ [[ἑνός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 445, 447˙ - πολὺ ν., ὁριστικὴν νίκην Θουκ. 7. 34, κτλ.˙ τὰ πάντα ν. Ξεν. Ἀνάβ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ν. πυγμῇ, ἐν πυγμαχίᾳ, Ἰλ. Ψ. 669˙ ναυμαχίῃ Ἡροδ. 7. 10, 2: ἵππῳ ὁ αὐτ. 6. 122: μάχῃ Εὐρ. Φοίν. 1143, κτλ.: ἵππῳ ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει Πλάτ. Ἀπολ. 36D: λαμπάδι Ἀνδοκ. 34. 31, κτλ.: - ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πάντα ἐνίκα, [[πανταχοῦ]] νικητὴς ἀπεδεικνύετο, Ἰλ. Δ. 389, Ε. 807˙ οὕτω, τὰ κοῦφα, τὰ μείζονα ν. Εὐρ. Ἄλκ. 1029, 1031˙ τῶν παλαισμάτων ἕν ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 256B· ἅρμα ν. Πινδ. Ι. 4. 43 (3. 43)˙ [[παγκράτιον]] Θουκ. 5. 49˙ ναυμαχίαν, μάχην ὁ αὐτ. 7. 66, Ἰσοκρ. 287Α, κτλ.˙ [[συχνάκις]], [[νικᾶν]] [[Ὀλύμπια]], [[εἶναι]] νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπ. ἀγῶσι, Θουκ. 1. 126˙ τὠλύμπιᾳ Τιμοκλ. ἐν «Δράκ.» 1. 16˙ τὰ Παναθήναια Πλάτ. Ἴων 530Β˙ οὕτω, ν. Ὀλυμπιάδα Ἡρόδ. 9. 33˙ ([[ὡσαύτως]], ν. Ὀλυμπίασιν Πλάτ. Ἀπολ. 36D· ἐν Πυθίοισι Πινδ. Ν. 2. 15)˙ - [[μετὰ]] δοτ. ἅμα καὶ αἰτ., τὰ [[Πύθια]] τῷ τεθρίππῳ ν. Δημ. 1356. 6˙ πολλοὺς ἀγῶνας οὐ παγκρατίῳ μόνον, κτλ., Πλούτ. 2. 811D· [[ὡσαύτως]], ὁ [[πάππος]] ὁ ἐμὸς [[Ὀλυμπίασι]] νικήσας παῖδας [[στάδιον]], νικήσας ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ τῶν παίδων ἐν Ὀλυμπίᾳ, Δημ. 1342 ἐν τέλ.˙ καὶ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[Πύθια]] ν. ἄνδρας Διογέν. Κυνικ. παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 33˙ - οὕτω [[καθόλου]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., νίκην [[νικᾶν]] Εὐρ. Ἱκέτ. 1060, Πλάτ. Πολ. 465D, κτλ. (πρβλ. κατωτ. ΙΙ)˙ οὕτω, νικῶ τρίποδα, [[κερδίζω]] νικήσας, Σιμων. 148. 2) ἐπικρατῶ, [[ὑπερισχύω]], ὑπερτερῶ, μύθοισιν, ἔγχεϊ, δόλοισι, κάλλει Ὅμ.˙ πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκέναι Πλάτ. Νόμ. 964C· [[μετὰ]] μετοχ., εὐεργετῶν ν. Ξεν. Ἀγησ. 9. 7. 3) ἐπὶ γνώμης κτλ. κακὴ βουλὴ νίκησε, ἡ κακὴ γνώμη ὑπερίσχυσε, Ὀδ. Κ. 46˙ τὰ χερείονα νικᾷ Ἰλ. Α. 576, Ὀδ. Σ. 404˙ ἡ γνώμη νικᾷ Ἡρόδ. 5. 36, Θουκ. 2. 12, κτλ.˙ ἡ νικῶσα βουλὴ Εὐρ. Μήδ. 912˙ ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης], κατὰ τὴν ὑπερισχύουσαν γνώμην, δηλ. ὅ,τι ἡ [[πλειονοψηφία]] ἀπεφάσιζε, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18., 6. 2, 12˙ ταῦτ’ ἐνίκα Σοφ. Ἀντ. 274, πρβλ. 797˙ νικᾷ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ [[νόμος]], ἀποφασίζεται, Πλάτ. Νόμ. 801Α˙ - [[συχν]]. ἐπὶ ῥητόρων, νικᾷ... ὁ κακὸς ἐν πλήθει λέγων Εὐρ. Ὀρ. 944˙ ν. γνώμῃ Ἡρόδ. 3. 82˙ ἢ γνώμην ὁ αὐτ. 1. 61, Ἀριστοφ. Σφ. 594: - [[συχνάκις]] καὶ ἀπροσώπως, ἐνίκα (ἐξυπ. ἡ γνώμη) Λατ. visum est, μετ’ ἀπαρ., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν, ἀπεφασίσθη νὰ μή..., Ἡρόδ. 6. 101˙ [[τέλος]] γε μέντοι δεῦρ’ ἐνίκησεν [[μολεῖν]] Σοφ. Ἀντ. 233, κτλ.˙ ἐνίκησε... λοιμὸν εἰρῆσθαι, ἐπεκράτησεν ἡ γνώμη ὅτι..., Θουκ. 2. 54˙ ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν Πλάτ. Πολιτικ. 303Β. 4) ὡς δικανικὸς ὅρος, νικῶ τὴν δίκην, [[κερδίζω]] τὴν δίκην, Εὐρ. Ἠλ. 955, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 581˙ καὶ [[ἁπλῶς]] [[νικᾶν]], Valck. Diatr. σ. 261˙ ὅρα κατωτ. ΙΙ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., νικῶ, [[καταβάλλω]], Ὅμ. κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἀπολύτῳ χρήσει [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ν. τινα μάχῃ, ἀγορῇ, ἔγχεϊ, ποσί, δόλοις, κτλ., Ὅμ., κτλ.· πάντα ν. ἄνδρα... κακοῖσιν, ὑπερτερεῖν εἰς ἀθλιότητα, εἰς δυστυχίαν, Εὐρ. Ἑκ. 659· [[ὡσαύτως]], ν. τινα ἔν τινι Πλάτ. Συμπ. 213Ε, κτλ.· - μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, τὸ μὴ γεννηθῆναι ὑπερτερεῖ τὸν ἅπαντα λόγον, δηλ. [[εἶναι]] τὸ ἄριστον, Σοφ. Ο. Κ. 1225· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., νίκης τήν μιν νίκησα, ἣν ἐκέρδησα κατ’ [[αὐτοῦ]] (ἐπὶ δίκης), Ὀδ. Λ. 545· [[ὡσαύτως]], μάχην ν. τινα Ἰσοκρ. 171Δ, Αἰσχίν. 79. 36, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἐστὶν ἃ τῶν ἄθλων δὶς [[ἕκαστος]] ἐνικήθη Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 2): [[μετὰ]] μετοχ., τοσοῦτον χρόνον ζῆν [[ἔστε]] νικῴη καὶ τοὺς εὐ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, κατὰ [[ζεῦγμα]] βραχυλογίας ἀντὶ, «ἔς τι νικῴη καὶ τοὺς εὖ ποιοῦντας ἀντευποιῶν καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 9, 11, κτλ. 2) [[καθόλου]], ὡς τὸ Λατ. vincere, [[καταβάλλω]], ἰδίως ἐπὶ παθῶν τὰ ὁποῖα ἀναγκάζουσι τὸν ἄνθρωπον νὰ ἐνεργῇ κατά τινα τρόπον, νόον νίκησε [[νεοίη]] Ἰλ. Ψ. 604· μὴ [[φόβος]] σε νικάτω φρένας Αἰσχύλ. Εὐμ. 88, πρβλ. 133· βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με, μὲ ἀναγκάζετε νὰ σᾶς παράσχω ἡδονὴν [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς μου, Σοφ. Ο. Κ. 1204: μετ’ ἀπαρ., μηδ’ ἡ βία σε... νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ἂς μὴ ὑπερισχύσῃ ἡ βία ἐπὶ σέ, [[ὥστε]] νὰ σὲ ἀναγκάσῃ νά..., ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1334· ― [[ὡσαύτως]], νικᾷ γὰρ ἀρετή με τῆς ἔχθρας πολύ, πολὺ περισσότερο μὲ κυριεύει, μὲ καταβάλλει ἡ [[φιλία]] παρὰ ἡ [[ἔχθρα]], ὡς ἐκ τῆς συγκριτικῆς ἐννοίας ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ νικᾷ, Σοφ. Αἴ. 1357. 3) Παθ., ἡττῶμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ νικηθεὶς (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)· νικᾶσθαι ὕπνῳ, κέρδεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 291, 342· ἡδονῇ Σοφ. Ἠλ. 1272· ξυμφορᾷ Εὐρ. Μήδ. 1195· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ τοῦ κακοῦ Θουκ. 2. 51· πρὸς ἱμέρου Σοφ. Ἀποσπ. 670, κτλ.· ― [[ἐνίοτε]] καὶ [[μετὰ]] γεν., ἱμέρου νικώμενος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1005· δίκης νικᾶσθαι Ἀντιφῶν 139. 40· καὶ [[συχν]]. ἐπὶ προσώπων, νικᾶσθαί τινος, ὡς τὸ ἡττᾶσθαι, [[ἐπειδὴ]] ἐν αὐτῷ ὑπάρχει [[ἔννοια]] συγκρίσεως, εἶμαι [[κατώτερος]], ὑποχωρῶ, Σοφ. Αἴ. 1353, Εὐρ. Μήδ. 315, Κύκλ. 454· θύραι νενίκανται ξείνων, αἱ θύραι ὑποχωροῦσιν εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 9. 5· ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1087. | |lstext='''νῑκάω''': μέλλ. ήσω: πρκμ. νενίκηκα: - πρβλ. [[νίκημι]]: ([[νίκη]]): 1) ἀπολ., νικῶ, [[ὑπερισχύω]], ἐπικρατῶ, εἶμια νικητὴς ἐν μάχῃ, ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ἐν οἱᾳδήποτε διαμάχῃ, Ὅμ., κλ.˙ ὁ νικήσας, ὁ [[νικητής]], Ἰλ. Γ. 138, 255., Ψ. 702, κτλ.˙ ὁ νικηθείς, ὁ ἡττημένος, Ψ. 656, 663˙ ἐνίκησα καὶ [[δεύτερος]] καὶ [[τέταρτος]] ἐγενόμην, ἔλαβον τὸ πρῶτον [[βραβεῖον]] [ἐν Ὀλυμπίᾳ], κτλ., Θουκ. 6. 16, πρβλ. Ἰσοκρ. 353D· - ὁ ἐνεστ. [[συχνάκις]] κεῖται ὡς πρκμ., ἔχω νικήσῃ, κηρύττομαι [[νικητής]], Πινδ. Ο. 9. 167., 13, 41, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 27, Ἀν. 2. 1, 1, Συμπ. 5. 9˙ - [[νικᾶν]] ἐπὶ πᾶσι κριταῖς ἢ ἑνὶ κριτῇ, κατὰ τὴν γνώμην πάντων ἢ [[ἑνός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 445, 447˙ - πολὺ ν., ὁριστικὴν νίκην Θουκ. 7. 34, κτλ.˙ τὰ πάντα ν. Ξεν. Ἀνάβ. ἔνθ’ ἀνωτ.˙ - [[συχνάκις]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ν. πυγμῇ, ἐν πυγμαχίᾳ, Ἰλ. Ψ. 669˙ ναυμαχίῃ Ἡροδ. 7. 10, 2: ἵππῳ ὁ αὐτ. 6. 122: μάχῃ Εὐρ. Φοίν. 1143, κτλ.: ἵππῳ ἢ ξυνωρίδι ἢ ζεύγει Πλάτ. Ἀπολ. 36D: λαμπάδι Ἀνδοκ. 34. 31, κτλ.: - ἀλλὰ καὶ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, πάντα ἐνίκα, [[πανταχοῦ]] νικητὴς ἀπεδεικνύετο, Ἰλ. Δ. 389, Ε. 807˙ οὕτω, τὰ κοῦφα, τὰ μείζονα ν. Εὐρ. Ἄλκ. 1029, 1031˙ τῶν παλαισμάτων ἕν ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 256B· ἅρμα ν. Πινδ. Ι. 4. 43 (3. 43)˙ [[παγκράτιον]] Θουκ. 5. 49˙ ναυμαχίαν, μάχην ὁ αὐτ. 7. 66, Ἰσοκρ. 287Α, κτλ.˙ [[συχνάκις]], [[νικᾶν]] [[Ὀλύμπια]], [[εἶναι]] νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπ. ἀγῶσι, Θουκ. 1. 126˙ τὠλύμπιᾳ Τιμοκλ. ἐν «Δράκ.» 1. 16˙ τὰ Παναθήναια Πλάτ. Ἴων 530Β˙ οὕτω, ν. Ὀλυμπιάδα Ἡρόδ. 9. 33˙ ([[ὡσαύτως]], ν. Ὀλυμπίασιν Πλάτ. Ἀπολ. 36D· ἐν Πυθίοισι Πινδ. Ν. 2. 15)˙ - [[μετὰ]] δοτ. ἅμα καὶ αἰτ., τὰ [[Πύθια]] τῷ τεθρίππῳ ν. Δημ. 1356. 6˙ πολλοὺς ἀγῶνας οὐ παγκρατίῳ μόνον, κτλ., Πλούτ. 2. 811D· [[ὡσαύτως]], ὁ [[πάππος]] ὁ ἐμὸς [[Ὀλυμπίασι]] νικήσας παῖδας [[στάδιον]], νικήσας ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ τῶν παίδων ἐν Ὀλυμπίᾳ, Δημ. 1342 ἐν τέλ.˙ καὶ [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., [[Πύθια]] ν. ἄνδρας Διογέν. Κυνικ. παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 33˙ - οὕτω [[καθόλου]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., νίκην [[νικᾶν]] Εὐρ. Ἱκέτ. 1060, Πλάτ. Πολ. 465D, κτλ. (πρβλ. κατωτ. ΙΙ)˙ οὕτω, νικῶ τρίποδα, [[κερδίζω]] νικήσας, Σιμων. 148. 2) ἐπικρατῶ, [[ὑπερισχύω]], ὑπερτερῶ, μύθοισιν, ἔγχεϊ, δόλοισι, κάλλει Ὅμ.˙ πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκέναι Πλάτ. Νόμ. 964C· [[μετὰ]] μετοχ., εὐεργετῶν ν. Ξεν. Ἀγησ. 9. 7. 3) ἐπὶ γνώμης κτλ. κακὴ βουλὴ νίκησε, ἡ κακὴ γνώμη ὑπερίσχυσε, Ὀδ. Κ. 46˙ τὰ χερείονα νικᾷ Ἰλ. Α. 576, Ὀδ. Σ. 404˙ ἡ γνώμη νικᾷ Ἡρόδ. 5. 36, Θουκ. 2. 12, κτλ.˙ ἡ νικῶσα βουλὴ Εὐρ. Μήδ. 912˙ ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης], κατὰ τὴν ὑπερισχύουσαν γνώμην, δηλ. ὅ,τι ἡ [[πλειονοψηφία]] ἀπεφάσιζε, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 18., 6. 2, 12˙ ταῦτ’ ἐνίκα Σοφ. Ἀντ. 274, πρβλ. 797˙ νικᾷ πάσαισι ταῖς ψήφοις ὁ [[νόμος]], ἀποφασίζεται, Πλάτ. Νόμ. 801Α˙ - [[συχν]]. ἐπὶ ῥητόρων, νικᾷ... ὁ κακὸς ἐν πλήθει λέγων Εὐρ. Ὀρ. 944˙ ν. γνώμῃ Ἡρόδ. 3. 82˙ ἢ γνώμην ὁ αὐτ. 1. 61, Ἀριστοφ. Σφ. 594: - [[συχνάκις]] καὶ ἀπροσώπως, ἐνίκα (ἐξυπ. ἡ γνώμη) Λατ. visum est, μετ’ ἀπαρ., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν, ἀπεφασίσθη νὰ μή..., Ἡρόδ. 6. 101˙ [[τέλος]] γε μέντοι δεῦρ’ ἐνίκησεν [[μολεῖν]] Σοφ. Ἀντ. 233, κτλ.˙ ἐνίκησε... λοιμὸν εἰρῆσθαι, ἐπεκράτησεν ἡ γνώμη ὅτι..., Θουκ. 2. 54˙ ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν Πλάτ. Πολιτικ. 303Β. 4) ὡς δικανικὸς ὅρος, νικῶ τὴν δίκην, [[κερδίζω]] τὴν δίκην, Εὐρ. Ἠλ. 955, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 581˙ καὶ [[ἁπλῶς]] [[νικᾶν]], Valck. Diatr. σ. 261˙ ὅρα κατωτ. ΙΙ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., νικῶ, [[καταβάλλω]], Ὅμ. κτλ.· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] ἐν τῇ ἀπολύτῳ χρήσει [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ν. τινα μάχῃ, ἀγορῇ, ἔγχεϊ, ποσί, δόλοις, κτλ., Ὅμ., κτλ.· πάντα ν. ἄνδρα... κακοῖσιν, ὑπερτερεῖν εἰς ἀθλιότητα, εἰς δυστυχίαν, Εὐρ. Ἑκ. 659· [[ὡσαύτως]], ν. τινα ἔν τινι Πλάτ. Συμπ. 213Ε, κτλ.· - μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον, τὸ μὴ γεννηθῆναι ὑπερτερεῖ τὸν ἅπαντα λόγον, δηλ. [[εἶναι]] τὸ ἄριστον, Σοφ. Ο. Κ. 1225· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., νίκης τήν μιν νίκησα, ἣν ἐκέρδησα κατ’ [[αὐτοῦ]] (ἐπὶ δίκης), Ὀδ. Λ. 545· [[ὡσαύτως]], μάχην ν. τινα Ἰσοκρ. 171Δ, Αἰσχίν. 79. 36, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἐστὶν ἃ τῶν ἄθλων δὶς [[ἕκαστος]] ἐνικήθη Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 2): [[μετὰ]] μετοχ., τοσοῦτον χρόνον ζῆν [[ἔστε]] νικῴη καὶ τοὺς εὐ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, κατὰ [[ζεῦγμα]] βραχυλογίας ἀντὶ, «ἔς τι νικῴη καὶ τοὺς εὖ ποιοῦντας ἀντευποιῶν καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος», ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 9, 11, κτλ. 2) [[καθόλου]], ὡς τὸ Λατ. vincere, [[καταβάλλω]], ἰδίως ἐπὶ παθῶν τὰ ὁποῖα ἀναγκάζουσι τὸν ἄνθρωπον νὰ ἐνεργῇ κατά τινα τρόπον, νόον νίκησε [[νεοίη]] Ἰλ. Ψ. 604· μὴ [[φόβος]] σε νικάτω φρένας Αἰσχύλ. Εὐμ. 88, πρβλ. 133· βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με, μὲ ἀναγκάζετε νὰ σᾶς παράσχω ἡδονὴν [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς μου, Σοφ. Ο. Κ. 1204: μετ’ ἀπαρ., μηδ’ ἡ βία σε... νικησάτω τοσόνδε μισεῖν, ἂς μὴ ὑπερισχύσῃ ἡ βία ἐπὶ σέ, [[ὥστε]] νὰ σὲ ἀναγκάσῃ νά..., ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1334· ― [[ὡσαύτως]], νικᾷ γὰρ ἀρετή με τῆς ἔχθρας πολύ, πολὺ περισσότερο μὲ κυριεύει, μὲ καταβάλλει ἡ [[φιλία]] παρὰ ἡ [[ἔχθρα]], ὡς ἐκ τῆς συγκριτικῆς ἐννοίας ἥτις ὑπάρχει ἐν τῷ νικᾷ, Σοφ. Αἴ. 1357. 3) Παθ., ἡττῶμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ μετοχῇ νικηθεὶς (ἴδε ἀνωτ. Ι. 1)· νικᾶσθαι ὕπνῳ, κέρδεσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 291, 342· ἡδονῇ Σοφ. Ἠλ. 1272· ξυμφορᾷ Εὐρ. Μήδ. 1195· [[ὡσαύτως]], ὑπὸ τοῦ κακοῦ Θουκ. 2. 51· πρὸς ἱμέρου Σοφ. Ἀποσπ. 670, κτλ.· ― [[ἐνίοτε]] καὶ [[μετὰ]] γεν., ἱμέρου νικώμενος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1005· δίκης νικᾶσθαι Ἀντιφῶν 139. 40· καὶ [[συχν]]. ἐπὶ προσώπων, νικᾶσθαί τινος, ὡς τὸ ἡττᾶσθαι, [[ἐπειδὴ]] ἐν αὐτῷ ὑπάρχει [[ἔννοια]] συγκρίσεως, εἶμαι [[κατώτερος]], ὑποχωρῶ, Σοφ. Αἴ. 1353, Εὐρ. Μήδ. 315, Κύκλ. 454· θύραι νενίκανται ξείνων, αἱ θύραι ὑποχωροῦσιν εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Ν. 9. 5· ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1087. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> νικήσω, <i>ao.</i> ἐνίκησα, <i>pf.</i> νενίκηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> vaincre, être vainqueur :<br /><b>1</b> <i>propr.</i> vaincre un adversaire ; ὁ νικήσας IL le vainqueur ; πολὺ ν. THC remporter une victoire décisive ; τὰ πάντα ν. XÉN avoir vaincu complètement ; ν. πυγμῇ IL vaincre au pugilat ; ν. νίκην XÉN remporter une victoire ; ν. μάχην XÉN gagner une bataille ; ν. ναυμαχίαν THC remporter une victoire navale ; πάντα ν. IL vaincre dans tous les combats, gagner toutes les batailles ; ν. [[Ὀλύμπια]] THC vaincre aux jeux Olympiques;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> être supérieur, avoir l’avantage, avoir le dessus <i>en parl. de <i>pers.</i> et de choses</i> ; avec un dat. : μύθοισιν, ἔγχεϊ, <i>etc.</i> avoir l’avantage par la parole, avec l’épée, <i>etc.</i> ; <i>avec un</i> part. : εὐεργετῶν νικᾷ XÉN il surpasse tout le monde en bienfaisance ; ν. γνώμῃ HDT <i>ou</i> γνώμην HDT avoir le dessus avec (faire prévaloir) une opinion, un projet ; <i>avec un suj. de chose</i> : βουλὴ κακὴ νίκησεν OD le mauvais conseil triompha, eut le dessus ; ἡ [[γνώμη]] νικᾷ THC le projet l’emporte, réussit ; ἡ νικῶσα ([[γνώμη]]) XÉN l’opinion qui l’emporte (par la majorité des voix) ; ταῦτ’ ἐνίκα SOPH cela fut adopté, réussit ; νικᾷ avec l’inf. cela est résolu (ἐνίκησε λοιμὸν εἰρῆσθαι THC l’explication, que l’on voulait parler de la peste, prévalut) <i>ou</i> il vaut mieux, le mieux est de ; ἡ νικῶσα [[βουλή]] EUR le meilleur parti;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> vaincre : τινα μάχῇ vaincre, surpasser qqn dans le combat ; νίκην ν. τινα OD remporter une victoire sur qqn (devant un tribunal) ; ν. τὴν μάχην τοὺς Λακεδαιμονίους ISOCR vaincre les Lacédémoniens dans la bataille ; avec un part. : ν. τοὺς φίλους [[εὖ]] ποιοῦντα XÉN vaincre, surpasser ses amis en bienfaisance;<br /><b>2</b> maîtriser (ses sentiments, <i>etc.</i>) ; ἡ [[βία]] [[μηδαμῶς]] νικησάτω τοσόνδε μισεῖν SOPH maîtrise-toi, ne te laisse pas emporter si loin par la haine ; <i>Pass.</i> être vaincu, surpassé, succomber ; <i>fig.</i> ὕπνῷ ESCHL, ἡδονῇ SOPH être vaincu par le sommeil, par le plaisir ; ὑπὸ [[τοῦ]] κακοῦ THC par le mal ; λόγοισιν ESCHL être vaincu par des paroles, être convaincu ; ὑπὸ [[τῶν]] μεγίστων νικηθέντες THC déterminés par les motifs les plus importants ; <i>qqf avec le gén. à cause de l’idée de comparatif contenue dans le verbe</i> : λόγοις φίλων νικᾶσθαι SOPH se rendre aux désirs de ses amis.<br />'''Étymologie:''' [[νίκη]]. | |||
}} | }} |