Anonymous

φλύαρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φλύᾱρος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ) [[μωρολογία]], [[ἀνοησία]], [[λῆρος]], [[φλυαρία]], [[τἆλλα]] πάντα ἐστὶ φλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 364, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14, Πλάτ. Ἀξ. 365Ε, Πλουτ. Κικ. 2, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀνοησίαι, [[μωρίαι]], πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 7. ΙΙ. ὁ λέγων ἀνοησίας, [[μωρολόγος]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. ε΄, 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φλύαρος]]· [[φαῦλος]], [[εὐήθης]]» κλπ.· καὶ ὡς ἐπίθ., ἡ φλ. [[φιλοσοφία]], Ἑβδ. (Δ΄, Μακκ. Ε΄, 10)· φλ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 69· συγκρ. φλυαρότερος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 10. ― Ἐπίρρ. φλυάρως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 588.
|lstext='''φλύᾱρος''': ὁ, (ἴδε [[φλέω]] ΙΙΙ) [[μωρολογία]], [[ἀνοησία]], [[λῆρος]], [[φλυαρία]], [[τἆλλα]] πάντα ἐστὶ φλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 364, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14, Πλάτ. Ἀξ. 365Ε, Πλουτ. Κικ. 2, κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀνοησίαι, [[μωρίαι]], πολλῶν φλυάρων καὶ ταὧν ἀντάξια Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 7. ΙΙ. ὁ λέγων ἀνοησίας, [[μωρολόγος]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· φλύαροι καὶ περίεργοι, λαλοῦσαι τὰ μὴ δέοντα Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. ε΄, 13. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[φλύαρος]]· [[φαῦλος]], [[εὐήθης]]» κλπ.· καὶ ὡς ἐπίθ., ἡ φλ. [[φιλοσοφία]], Ἑβδ. (Δ΄, Μακκ. Ε΄, 10)· φλ. [[γλῶσσα]] Ἀλκίφρων 3. 69· συγκρ. φλυαρότερος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 10. ― Ἐπίρρ. φλυάρως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 588.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br />bavardage, niaiserie, sornette.<br />'''Étymologie:''' [[φλύω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />bavard, qui parle à tort et à travers.<br />'''Étymologie:''' [[φλύω]].
}}
}}