Anonymous

ἀκατάληκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
|lstext='''ἀκατάληκτος''': -ον, [[ἀδιάλειπτος]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 17, 3, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτόθι]] 2. 23, 46 ([[ἔνθα]] ἐγράφη ἐσφαλμ. ἀκαταληκτικῶς). ΙΙ. ἐν τῇ προσῳδίᾳ [[ἀκατάληκτος]] λέγεται ὁ [[στίχος]] ὁ ἔχων τὸν τελευταῖον [[πόδα]] ὁλόκληρον, Ἡφαιστ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne cesse pas;<br /><b>2</b> <i>t. de pros.</i> dont le dernier pied n’est pas tronqué, acatalectique.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[καταλήγω]].
}}
}}