Anonymous

ἐπισιτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισῑτίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, Ἡρόδ. 9. 50· μεταγεν. -ίσομαι, Ἀρρ. Ἀν. 3. 30: Μέσ.: - [[ἐφοδιάζω]] ἐμαυτὸν μὲ τροφάς, [[λαμβάνω]] [[ἐφόδια]], Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 8. 101, πρβλ. Ξεν. Πόροι 4, 48· ἐπ. ἐκ τῆς κώμης Ἡρόδ. 7. 176· ἐπ. τῇ στρατιᾷ Θουκ. 6. 94· εἶχον οὐδὲν [[ὅπου]] ἂν ἐπισιτίσαιντο Δημ. 1223. 8· παρακαλῶν ποτε τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους Ἀριστ. Ρήτ. 3. 10, 7. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι, προμηθευόμενοι ἄριστον, Θουκ. 8. 95· οἱ στρατιῶται ἤχθοντο ὅτι οὐκ εἶχον [[ἀργύριον]] ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, ν’ ἀγοράσωσι τροφὰς διὰ τὴν πορείαν, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7. 3) μεταφ., ἐπισιτίζονται πρὸς σοφιστείαν, λαμβάνουσι τὰ ἀπαιτούμενα [[ἐφόδια]] πρὸς σοφιστείαν, Πλούτ. 2. 78F. ΙΙ. = [[παρασιτέω]], Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1.
|lstext='''ἐπισῑτίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, Ἡρόδ. 9. 50· μεταγεν. -ίσομαι, Ἀρρ. Ἀν. 3. 30: Μέσ.: - [[ἐφοδιάζω]] ἐμαυτὸν μὲ τροφάς, [[λαμβάνω]] [[ἐφόδια]], Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 8. 101, πρβλ. Ξεν. Πόροι 4, 48· ἐπ. ἐκ τῆς κώμης Ἡρόδ. 7. 176· ἐπ. τῇ στρατιᾷ Θουκ. 6. 94· εἶχον οὐδὲν [[ὅπου]] ἂν ἐπισιτίσαιντο Δημ. 1223. 8· παρακαλῶν ποτε τοὺς Ἀθηναίους εἰς Εὔβοιαν ἐπισιτισαμένους Ἀριστ. Ρήτ. 3. 10, 7. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι, προμηθευόμενοι ἄριστον, Θουκ. 8. 95· οἱ στρατιῶται ἤχθοντο ὅτι οὐκ εἶχον [[ἀργύριον]] ἐπισιτίζεσθαι εἰς τὴν πορείαν, ν’ ἀγοράσωσι τροφὰς διὰ τὴν πορείαν, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 7. 3) μεταφ., ἐπισιτίζονται πρὸς σοφιστείαν, λαμβάνουσι τὰ ἀπαιτούμενα [[ἐφόδια]] πρὸς σοφιστείαν, Πλούτ. 2. 78F. ΙΙ. = [[παρασιτέω]], Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπισιτιοῦμαι, <i>part. ion.</i> ἐπισιτιεύμενος;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> s’approvisionner de vivres <i>ou</i> de fourrage : [[ἐκ]] κώμης HDT dans un village ; <i>fig.</i> πρὸς σοφιστείαν PLUT s’approvisionner d’arguments contre la sophistique ; [[ψήφισμα]] ARSTT se munir d’un décret;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> prendre comme provision, s’approvisionner de : [[ἄριστον]] THC, [[ἀργύριον]] XÉN se pourvoir d’un dîner, d’argent;<br /><b>2</b> fournir des provisions à, approvisionner : τὸ [[στράτευμα]] XÉN l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], σιτίζομαι.
}}
}}