3,277,301
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολῡμαντήρ''': ὁ, ([[λύμη]]), ὁ λυμαινόμενος, δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], «ὁ τὰς δαῖτας διὰ λαιμαργίαν λυμαινόμενος, ἢ τὰ τῶν δαιτῶν λύματα ὅ ἐστι καθάρματα [[οἷον]] ψιχία καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἀποφερόμενος» Εὐστ. Ὀδ. Ρ. 220, 377, πρβλ. Σχολ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἀπολῡμαντήρ''': ὁ, ([[λύμη]]), ὁ λυμαινόμενος, δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], «ὁ τὰς δαῖτας διὰ λαιμαργίαν λυμαινόμενος, ἢ τὰ τῶν δαιτῶν λύματα ὅ ἐστι καθάρματα [[οἷον]] ψιχία καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἀποφερόμενος» Εὐστ. Ὀδ. Ρ. 220, 377, πρβλ. Σχολ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui détruit, qui bouleverse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολυμαίνομαι]]. | |||
}} | }} |