Anonymous

ἄγχουρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγχουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄγχορος, ὁ γειτνιάζων, (Ἡσύχ.), Ἀνθ. Π. 9. 235, ὁ συνορεύων, τινί, Ὀρφ. Ἀργ. 122· τινός, Λυκοφρ. 418.
|lstext='''ἄγχουρος''': -ον, Ἰων. ἀντὶ ἄγχορος, ὁ γειτνιάζων, (Ἡσύχ.), Ἀνθ. Π. 9. 235, ὁ συνορεύων, τινί, Ὀρφ. Ἀργ. 122· τινός, Λυκοφρ. 418.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />limitrophe de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχι]], [[ὅρος]].
}}
}}