3,274,173
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἅδην''': ἢ ἄδην, Ἐπ. ἄδδην, ἐπίρρ. Λατ. satis, [[μέχρι]] κόρου, [[ἔδμεναι]] ἄδδην, ἐσθίειν [[μέχρι]] κόρου, Ἰλ. Ε. 203, καὶ ἀλλ.· ἐμπιπλάμενοι σίτων ἄδην, Πλάτ. Πολιτικ. 272C. 2) [[μετὰ]] γεν. οἵ μιν [[ἅδην]] [[ἐλόωσι]] ... πολέμοιο, Ν. 315· ἔτι μίν φημι [[ἅδην]] [[ἐλάαν]] κακότητος, Ὀδ. Ε. 290· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[ἅδην]] ἔλειξεν αἵματος, ἔγλειψεν, ὅσον ἠδύνατο νὰ φάγῃ ἐκ τοῦ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· οὕτω παρὰ Πλάτ.· καὶ τούτων μὲν [[ἅδην]], Εὐθύφρ. 11Ε, πρβλ. Πολ. 341C, κτλ.· [[ἅδην]] ἔχειν τινός, ἔχων ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, [[εἶναι]] κεκορεσμένον ἐξ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Χαρμ. 153D· τοῦ [[φαγεῖν]], Ἀριστ. Πρβλ. 28. 7· - [[ὡσαύτως]], [[ἅδην]] ἔχουσιν οἱ λόγοι, Πλάτ. Πολ. 541Β· καὶ μ. μετοχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, Ἡρόδ. 9. 39. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἈΔ ἢ ἉΔ, πρβλ. τὸ Λατ. satis, satur, satio· [[ἐντεῦθεν]] [[ἀδέω]], [[ἄδος]]· [[ὡσαύτως]], ἄση, ἀσάομαι· βραχύτερος δὲ [[τύπος]] τῆς ῥίζης ἀ φαίνεται ἐν τοῖς ἄω, satio, [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[ἄατος]].) [ᾰ, ἐξαιρέσει τῆς φράσεως [[ἔδμεναι]] ἄδην· ἴδε ἐν λ. [[ἀδέω]]]. | |lstext='''ἅδην''': ἢ ἄδην, Ἐπ. ἄδδην, ἐπίρρ. Λατ. satis, [[μέχρι]] κόρου, [[ἔδμεναι]] ἄδδην, ἐσθίειν [[μέχρι]] κόρου, Ἰλ. Ε. 203, καὶ ἀλλ.· ἐμπιπλάμενοι σίτων ἄδην, Πλάτ. Πολιτικ. 272C. 2) [[μετὰ]] γεν. οἵ μιν [[ἅδην]] [[ἐλόωσι]] ... πολέμοιο, Ν. 315· ἔτι μίν φημι [[ἅδην]] [[ἐλάαν]] κακότητος, Ὀδ. Ε. 290· οὕτω παρ’ Ἀττ., [[ἅδην]] ἔλειξεν αἵματος, ἔγλειψεν, ὅσον ἠδύνατο νὰ φάγῃ ἐκ τοῦ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 828· οὕτω παρὰ Πλάτ.· καὶ τούτων μὲν [[ἅδην]], Εὐθύφρ. 11Ε, πρβλ. Πολ. 341C, κτλ.· [[ἅδην]] ἔχειν τινός, ἔχων ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, [[εἶναι]] κεκορεσμένον ἐξ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Χαρμ. 153D· τοῦ [[φαγεῖν]], Ἀριστ. Πρβλ. 28. 7· - [[ὡσαύτως]], [[ἅδην]] ἔχουσιν οἱ λόγοι, Πλάτ. Πολ. 541Β· καὶ μ. μετοχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, Ἡρόδ. 9. 39. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἈΔ ἢ ἉΔ, πρβλ. τὸ Λατ. satis, satur, satio· [[ἐντεῦθεν]] [[ἀδέω]], [[ἄδος]]· [[ὡσαύτως]], ἄση, ἀσάομαι· βραχύτερος δὲ [[τύπος]] τῆς ῥίζης ἀ φαίνεται ἐν τοῖς ἄω, satio, [[ὁπόθεν]] καὶ τὸ [[ἄατος]].) [ᾰ, ἐξαιρέσει τῆς φράσεως [[ἔδμεναι]] ἄδην· ἴδε ἐν λ. [[ἀδέω]]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>mieux que</i> [[ἄδδην]];<br /><i>adv.</i><br /><b>1</b> à satiété, assez : [[ἔδμεναι]] [[ἅδην]] IL manger à satiété ; avec un part., [[ἅδην]] [[εἶχον]] κτείνοντες HDT ils étaient las de tuer;<br /><b>2</b> abondamment, complètement : Τρῶας [[ἅδην]] ἐλάσαι πολέμοιο IL (avant) d’avoir battu complètement les Troyens.<br />'''Étymologie:''' propr. acc. de *ἅδη, R. Σαδ, être rassasié ; cf. <i>lat.</i> sat, satis. | |||
}} | }} |