Anonymous

ἀγακλυτός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγακλυτός''': -όν, = [[ἀγακλεής]], -[[κλειτός]]. Λατ. inclytus, Ὁμ. (πρὸ πάντων ἐν Ὀδ. ἐν Ἰλ. μόνον ἐν Ζ, 436. -Ἰδομενῆα), καὶ Ἡσ. [[ἰδίᾳ]] ἐπὶ ἀνθρώπων. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγ. δώματα, Ὀδ. Γ. 388, 428., Η. 3, 46.
|lstext='''ἀγακλυτός''': -όν, = [[ἀγακλεής]], -[[κλειτός]]. Λατ. inclytus, Ὁμ. (πρὸ πάντων ἐν Ὀδ. ἐν Ἰλ. μόνον ἐν Ζ, 436. -Ἰδομενῆα), καὶ Ἡσ. [[ἰδίᾳ]] ἐπὶ ἀνθρώπων. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγ. δώματα, Ὀδ. Γ. 388, 428., Η. 3, 46.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[κλυτός]].
}}
}}