3,277,301
edits
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγωνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγωνιζόμενος, ὁ [[ἀντίπαλος]], [[μάλιστα]] κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Ἡρόδ. 2. 160., 5. 22, Ἰσοκρ. 17C, κτλ.: - ὡς ἐπίθ., ἀγ. ἵπποι, ἵπποι διὰ τοὺς ἀγῶνας ἠσκημένοι, Πλουτ. Θεμ. 25. 2) [[συνήγορος]], δικηγόρος, [[συζητητής]], [[ἀντίπαλος]] ἐν τῇ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 269D, Θεαίτ. 164C, πρβλ. Θουκ. 3, 37. 3) [[ὑποκριτής]], [[ἠθοποιός]], Ἀριστ. πρβλ. 19, 15· θεωροῖς εἴτ’ ἀγωνισταῖς, Ἀχαιὸς ἐν’ «Ἄθλοις» παρ’ Ἀθ. 417F· (ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke γράφεται ταγηνισταῖς)· ἀγ. τραγικῶν παθῶν, Τίμαι. 119. ΙΙ. ὁ [[φιλότιμος]] [[διδάσκαλος]] ἐν πάσῃ τέχνῃ ἢ ἐπιστήμῃ, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 201, 204· [[ἄκρος]] ἀγ. [τῆς γεωμετρίας], Δημ. 1414. 20. ΙΙI. μ. γεν., ὁ ἀγωνιζόμενος [[περί]] τινος πράγματος· ἀγ. τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθείας, [[πρόμαχος]] τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθ., Αἰσχίν. 79. 31, Πλούτ. 2. 16C. | |lstext='''ἀγωνιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀγωνιζόμενος, ὁ [[ἀντίπαλος]], [[μάλιστα]] κατὰ τοὺς ἀγῶνας, Ἡρόδ. 2. 160., 5. 22, Ἰσοκρ. 17C, κτλ.: - ὡς ἐπίθ., ἀγ. ἵπποι, ἵπποι διὰ τοὺς ἀγῶνας ἠσκημένοι, Πλουτ. Θεμ. 25. 2) [[συνήγορος]], δικηγόρος, [[συζητητής]], [[ἀντίπαλος]] ἐν τῇ συζητήσει, Πλάτ. Φαῖδρ. 269D, Θεαίτ. 164C, πρβλ. Θουκ. 3, 37. 3) [[ὑποκριτής]], [[ἠθοποιός]], Ἀριστ. πρβλ. 19, 15· θεωροῖς εἴτ’ ἀγωνισταῖς, Ἀχαιὸς ἐν’ «Ἄθλοις» παρ’ Ἀθ. 417F· (ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke γράφεται ταγηνισταῖς)· ἀγ. τραγικῶν παθῶν, Τίμαι. 119. ΙΙ. ὁ [[φιλότιμος]] [[διδάσκαλος]] ἐν πάσῃ τέχνῃ ἢ ἐπιστήμῃ, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. 201, 204· [[ἄκρος]] ἀγ. [τῆς γεωμετρίας], Δημ. 1414. 20. ΙΙI. μ. γεν., ὁ ἀγωνιζόμενος [[περί]] τινος πράγματος· ἀγ. τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθείας, [[πρόμαχος]] τῆς ἀρετῆς, τῆς ἀληθ., Αἰσχίν. 79. 31, Πλούτ. 2. 16C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> athlète ; <i>adj.</i> ἀγωνισταῖ ἵπποι PLUT chevaux de course, <i>càd</i> de race;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> <b>1</b> tout homme qui lutte par la parole <i>ou</i> par l’action, avocat, orateur dans une discussion, champion <i>en gén.</i><br /><b>2</b> maître dans un art, dans une science.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνίζομαι]]. | |||
}} | }} |