Anonymous

ἄγνοια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγνοιᾰ''': ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[γιγνώσκω]]), [[ἔλλειψις]] γνώσεως, [[ἀμάθεια]]· ἀγνοίᾳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1596· ἀγνοίας ὕπο, Ἱκετ. 499· ἣν ὑπ ̓ ἀγνοίας ὁρᾷς. ἣν βλέπων προσποιεῖσαι ὅτι δεν γνωρίζεις, Σοφ. Τρ. 419· ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνειν, Ξεν. Κυρ. 3. 1, 38, πρβλ. Θουκ. 8. 92, 11, Ἀριστοφ. Ὄρν. 577, Δημ.: - ἐν τῇ Λογικῇ· ἡ τοῦ ἐλέγχου [[ἄγνοια]], ignoratio elenchi, [[ἄγνοια]] τῶν ἀπαιτουμένων ὅρων πρὸς ἀποτέλεσιν ἰσχυούσης ἀποδείξεως, Ἀριστ. Σοφ. ἔλεγχ. 4, 10, πρβλ. 5, 5-6. ΙΙ. = [[ἀγνόημα]], [[σφάλμα]], Δημ. 271. 15., 1472. 5. [Παρὰ ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] ἀγνοίᾱ, Σοφ. Τρ. 350, Φ. 129· καὶ τοῦτο [[εἶναι]] ἀρχ. Ἀττ. κατὰ τὸν Αἴλ. Διον. παρ ̓ Εὐστ. 1579, 29, πρβλ. Μοιρ. 191. Λοβ. Φρύν. 494. Πρβλ. [[ἄνοια]]].
|lstext='''ἄγνοιᾰ''': ἡ, (ἴδε ἐν λ. [[γιγνώσκω]]), [[ἔλλειψις]] γνώσεως, [[ἀμάθεια]]· ἀγνοίᾳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1596· ἀγνοίας ὕπο, Ἱκετ. 499· ἣν ὑπ ̓ ἀγνοίας ὁρᾷς. ἣν βλέπων προσποιεῖσαι ὅτι δεν γνωρίζεις, Σοφ. Τρ. 419· ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνειν, Ξεν. Κυρ. 3. 1, 38, πρβλ. Θουκ. 8. 92, 11, Ἀριστοφ. Ὄρν. 577, Δημ.: - ἐν τῇ Λογικῇ· ἡ τοῦ ἐλέγχου [[ἄγνοια]], ignoratio elenchi, [[ἄγνοια]] τῶν ἀπαιτουμένων ὅρων πρὸς ἀποτέλεσιν ἰσχυούσης ἀποδείξεως, Ἀριστ. Σοφ. ἔλεγχ. 4, 10, πρβλ. 5, 5-6. ΙΙ. = [[ἀγνόημα]], [[σφάλμα]], Δημ. 271. 15., 1472. 5. [Παρὰ ποιηταῖς [[ἐνίοτε]] ἀγνοίᾱ, Σοφ. Τρ. 350, Φ. 129· καὶ τοῦτο [[εἶναι]] ἀρχ. Ἀττ. κατὰ τὸν Αἴλ. Διον. παρ ̓ Εὐστ. 1579, 29, πρβλ. Μοιρ. 191. Λοβ. Φρύν. 494. Πρβλ. [[ἄνοια]]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ignorance : θεραπεύειν ἀγνοίᾳ THC soigner une maladie sans la connaître;<br /><b>2</b> inadvertance, méprise, erreur;<br /><b>3</b> SEPT péché.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγνοέω]].
}}
}}