Anonymous

ἀδημονέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδημονέω''': ἀόρ. ἀπαρ. ἀδημονῆσαι, εὑρίσκομαι ἐν ἀδημονίᾳ, στενοχωροῦμαι καθ' ὑπερβολήν, εἶμαι ἐν ἀγωνίᾳ, Ἱππ. 563. 5· ἀδημονῶν τε καὶ ἀπορῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 175D· πρβλ. Δημ. 402, 24· ἀδημονῆσαι τὰς ψυχάς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 3· μ. δοτ. πράγματος, ἀδημονεῖ τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ἐπί τινι, Διον. Ἁλ. 3. 70. (ὁ Εὐστ. ἐν 833. 15 παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[ἀδήμων]], [[ὅπερ]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ἐκτὸς ἐὰν ὀρθῶς εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ Littré εἰς Ἱππ. Ἐπιδ. 1· πλὴν δὲ τούτου, ἡ παραγωγὴ τοῦ [[ἀδήμων]] [[εἶναι]] ἐπ’ ἴσης [[ἄγνωστος]].) [ᾰδ., Νικ. Παρ’ Ἀθην. 282F· πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 226.]
|lstext='''ἀδημονέω''': ἀόρ. ἀπαρ. ἀδημονῆσαι, εὑρίσκομαι ἐν ἀδημονίᾳ, στενοχωροῦμαι καθ' ὑπερβολήν, εἶμαι ἐν ἀγωνίᾳ, Ἱππ. 563. 5· ἀδημονῶν τε καὶ ἀπορῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 175D· πρβλ. Δημ. 402, 24· ἀδημονῆσαι τὰς ψυχάς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 3· μ. δοτ. πράγματος, ἀδημονεῖ τῇ ἀτοπίᾳ τοῦ πάθους, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· ἐπί τινι, Διον. Ἁλ. 3. 70. (ὁ Εὐστ. ἐν 833. 15 παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ [[ἀδήμων]], [[ὅπερ]] [[οὐδαμοῦ]] εὕρηται ἐκτὸς ἐὰν ὀρθῶς εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ Littré εἰς Ἱππ. Ἐπιδ. 1· πλὴν δὲ τούτου, ἡ παραγωγὴ τοῦ [[ἀδήμων]] [[εἶναι]] ἐπ’ ἴσης [[ἄγνωστος]].) [ᾰδ., Νικ. Παρ’ Ἀθην. 282F· πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 226.]
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao. inf.</i><br />se tourmenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδήμων]].
}}
}}