3,258,211
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδηλέω''': ([[ἄδηλος]]) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ [[περί]] τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ [[ἀφανής]], [[λείπω]], Ἱππ. 590. 17. | |lstext='''ἀδηλέω''': ([[ἄδηλος]]) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ [[περί]] τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ [[ἀφανής]], [[λείπω]], Ἱππ. 590. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être incertain de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄδηλος]]. | |||
}} | }} |