3,276,318
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδόξαστος''': -ον, [[ἀπροσδόκητος]], Σοφ. Ἀποσπ. 215b. 2) ὁ μὴ ἐξαρτώμενος ἐκ τῆς δόξης, [[ἤτοι]] τῆς ἀτομικῆς γνώμης τινός, ἀλλ’ ὁ ἔχων ὡς βάσιν διαρκῆ τὴν ἐπιστήμην, = [[βέβαιος]], Πλάτ. Φαίδων 84Α. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ νομίζων, ἀλλ’ ὁ γινώσκων [[μετὰ]] βεβαιότητος, Διογ. Λ. 7. 162: ― ἢ = ὁ μὴ σχηματίζων γνώμην [[ἐσπευσμένως]], Πλούτ. 2. 1508Β: πρβλ. [[δόξα]]. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀντίθ. πρὸς τὸ δογματικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 15. κτλ. | |lstext='''ἀδόξαστος''': -ον, [[ἀπροσδόκητος]], Σοφ. Ἀποσπ. 215b. 2) ὁ μὴ ἐξαρτώμενος ἐκ τῆς δόξης, [[ἤτοι]] τῆς ἀτομικῆς γνώμης τινός, ἀλλ’ ὁ ἔχων ὡς βάσιν διαρκῆ τὴν ἐπιστήμην, = [[βέβαιος]], Πλάτ. Φαίδων 84Α. ΙΙ. ἐνεργ. = ὁ μὴ νομίζων, ἀλλ’ ὁ γινώσκων [[μετὰ]] βεβαιότητος, Διογ. Λ. 7. 162: ― ἢ = ὁ μὴ σχηματίζων γνώμην [[ἐσπευσμένως]], Πλούτ. 2. 1508Β: πρβλ. [[δόξα]]. ― Ἐπίρρ. -τως, ἀντίθ. πρὸς τὸ δογματικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 15. κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> où il n’y a pas à se faire une opinion, <i>càd</i> certain;<br /><b>2</b> qui ne se fait pas d’illusion.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δοξάζω]]. | |||
}} | }} |