Anonymous

ἀγωνιάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγωνιάω''': ἀπαρ. -ιᾶν, Πλάτ. Πρωτ. 333E, μετοχ. -ιῶν, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. (ὁριστ. κατὰ πρῶτον παρὰ Λουκ.)· παρατ. ἠγωνίων, Πολύβ., κτλ.: μέλλ. άσω, [ᾶ] Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1, 54· ἀόρ. ἠγωνίᾱσα, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Διόδ. πρκμ. ἠγωνίᾱκα, (ὑπερ-) Δημ. 1410. 5. - ὡς τὸ [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι [[μετὰ]] προθυμίας, [[παλαίω]], προσπαθῶ, Δημ. 534. 11· πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 59Β. ΙΙ. εἶμαι τεθλιμμένος ἢ [[ἀνήσυχος]], εἶμαι ἐν [[ἀγωνία]], τετραχύνθαι τε καὶ ἀγ., Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον, ὁ αὐτ. Λύσις, 210Ε· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 9, 21· μετ’ αἰτιατ., Πολύβ. 1.20, 6, καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι, Πλουτ. Καῖσ. 46· ἀγ. μή... Πολύβ. 3. 9, 2, κτλ.
|lstext='''ἀγωνιάω''': ἀπαρ. -ιᾶν, Πλάτ. Πρωτ. 333E, μετοχ. -ιῶν, ὁ αὐτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. (ὁριστ. κατὰ πρῶτον παρὰ Λουκ.)· παρατ. ἠγωνίων, Πολύβ., κτλ.: μέλλ. άσω, [ᾶ] Πορφ. περὶ Ἀποχ. 1, 54· ἀόρ. ἠγωνίᾱσα, Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1, Διόδ. πρκμ. ἠγωνίᾱκα, (ὑπερ-) Δημ. 1410. 5. - ὡς τὸ [[ἀγωνίζομαι]], ἁμιλλῶμαι [[μετὰ]] προθυμίας, [[παλαίω]], προσπαθῶ, Δημ. 534. 11· πρὸς ἀλλήλους, Ἰσοκρ. 59Β. ΙΙ. εἶμαι τεθλιμμένος ἢ [[ἀνήσυχος]], εἶμαι ἐν [[ἀγωνία]], τετραχύνθαι τε καὶ ἀγ., Πλάτ. Πρωτ. 333Ε· ἀγωνιῶντα καὶ τεθορυβημένον, ὁ αὐτ. Λύσις, 210Ε· πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2.26, 2· [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Ῥητ. 1. 9, 21· μετ’ αἰτιατ., Πολύβ. 1.20, 6, καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι, Πλουτ. Καῖσ. 46· ἀγ. μή... Πολύβ. 3. 9, 2, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀγωνιάσω, <i>ao.</i> ἠγωνίασα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> lutter, rivaliser;<br /><b>2</b> s’agiter, s’inquiéter, craindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγωνία]].
}}
}}