3,274,216
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδύνᾰτος''': [ῠ], -ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἀνίκανος]] νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ. Ἡρόδ. 3. 138, Ἐπίχ. 130 Ahn., Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 56, κτλ.· - [[ἀδύνατος]] εἰπεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7: -Συγκρ. τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Πλάτ. Γοργ. 483D· ὑπερθ. -ώτατος λέγειν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8. 2) ἀπολ. [[ἄνευ]] ἰσχύος, [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Ἡρόδ. 5. 9. Εὐρ. Ἴων 596, Ἀνδρ. 746· - οἱ ἀδύνατοι, οἱ καταστάντες ἀνίκανοι πρὸς ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν [[εἴτε]] δι’ ἀσθένειαν [[εἴτε]] διὰ πενίαν· πρβλ. Λυσ. [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀδυνάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 323 κἐξ.: - ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, Αἰσχίν. 14, 40· ἀδ. σώματι, Λυσ. 197, 26· ἀδ. χρήμασι, [[πτωχός]], Θουκ. 7. 28· εἴς τι, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 366Β· - [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων· ὁ παθὼν καιρίαν βλάβην καὶ καταστὰς [[ἀνίκανος]], [[νέες]], Ἡρόδ. 6, 16: - τὸ ἀδ., [[ἔλλειψις]] δυνάμεως, [[ἀδυναμία]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Α· τὰ ἀδ., αἱ ἐλλείψεις, ἀνικανότητες, Δημ. 262. 24. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ τελεσθῶσιν, Εὐρ. Ὀρ, 665., Ἑλ. 1043., Πλάτ., κτλ.· - ἀδύνατα [[βούλομαι]], Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 12· - ἀδύνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 32, καὶ ἀλλ. ἢ ἀδύνατά [ἐστι], ὁ αὐτ. 1. 91, 6. 106, Θουκ. ἀδ. τινὶ [[ὥστε]]..., Πλάτ. Πρωτ. 338C: τὸ ἀδ., = τὸ ἀδύνατον, Ἡρόδ. 9. 60. Ἀττ. - τὰ ἀδ. καρτερεῖν, Εὐρ. Ι. Α. 1370· τολμᾶν ἀδύνατα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 811· - ἀδυνάτων ἐρᾶν, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 318: - Συγκρ. ἀδυνατώτερον ἔτι..., εἰ οἷόν τε, Πλάτ. Θεαίτ. 192Β· πρβλ. Παρμ. 138D·- ὑπερθ., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον, ὁ αὐτ. Φίληβ. 15Β. ΙΙΙ Ἐπίρρ. -τως, = [[ἄνευ]] δυνάμεως ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀσθενῶς· λέγεσθαι, Ἀντιφῶν 122. 42, ἀμύνεσθαι, ὁ αὐτ. 127. 26: - ἀδ. ἔχειν, = εἶμαι [[ἀσθενής]], Πλάτ. Ἀξ. 364Β. ἢ εἶμαι [[ἀνίκανος]], μετ’ ἀπαρεμ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 25, 3· - ἐν ὀλίγῃ χρήσει παρὰ ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Τραγικῶν μόνον παρ’ Εὐριπίδῃ. | |lstext='''ἀδύνᾰτος''': [ῠ], -ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, [[ἀνίκανος]] νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ. Ἡρόδ. 3. 138, Ἐπίχ. 130 Ahn., Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 56, κτλ.· - [[ἀδύνατος]] εἰπεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7: -Συγκρ. τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Πλάτ. Γοργ. 483D· ὑπερθ. -ώτατος λέγειν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8. 2) ἀπολ. [[ἄνευ]] ἰσχύος, [[ἀδύνατος]], [[ἀσθενής]], Ἡρόδ. 5. 9. Εὐρ. Ἴων 596, Ἀνδρ. 746· - οἱ ἀδύνατοι, οἱ καταστάντες ἀνίκανοι πρὸς ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν [[εἴτε]] δι’ ἀσθένειαν [[εἴτε]] διὰ πενίαν· πρβλ. Λυσ. [[ὑπὲρ]] τοῦ ἀδυνάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 323 κἐξ.: - ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, Αἰσχίν. 14, 40· ἀδ. σώματι, Λυσ. 197, 26· ἀδ. χρήμασι, [[πτωχός]], Θουκ. 7. 28· εἴς τι, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 366Β· - [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων· ὁ παθὼν καιρίαν βλάβην καὶ καταστὰς [[ἀνίκανος]], [[νέες]], Ἡρόδ. 6, 16: - τὸ ἀδ., [[ἔλλειψις]] δυνάμεως, [[ἀδυναμία]], Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Α· τὰ ἀδ., αἱ ἐλλείψεις, ἀνικανότητες, Δημ. 262. 24. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον [[εἶναι]] νὰ τελεσθῶσιν, Εὐρ. Ὀρ, 665., Ἑλ. 1043., Πλάτ., κτλ.· - ἀδύνατα [[βούλομαι]], Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 12· - ἀδύνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 32, καὶ ἀλλ. ἢ ἀδύνατά [ἐστι], ὁ αὐτ. 1. 91, 6. 106, Θουκ. ἀδ. τινὶ [[ὥστε]]..., Πλάτ. Πρωτ. 338C: τὸ ἀδ., = τὸ ἀδύνατον, Ἡρόδ. 9. 60. Ἀττ. - τὰ ἀδ. καρτερεῖν, Εὐρ. Ι. Α. 1370· τολμᾶν ἀδύνατα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 811· - ἀδυνάτων ἐρᾶν, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 318: - Συγκρ. ἀδυνατώτερον ἔτι..., εἰ οἷόν τε, Πλάτ. Θεαίτ. 192Β· πρβλ. Παρμ. 138D·- ὑπερθ., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον, ὁ αὐτ. Φίληβ. 15Β. ΙΙΙ Ἐπίρρ. -τως, = [[ἄνευ]] δυνάμεως ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀσθενῶς· λέγεσθαι, Ἀντιφῶν 122. 42, ἀμύνεσθαι, ὁ αὐτ. 127. 26: - ἀδ. ἔχειν, = εἶμαι [[ἀσθενής]], Πλάτ. Ἀξ. 364Β. ἢ εἶμαι [[ἀνίκανος]], μετ’ ἀπαρεμ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 25, 3· - ἐν ὀλίγῃ χρήσει παρὰ ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Τραγικῶν μόνον παρ’ Εὐριπίδῃ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> impuissant, faible ; [[οἱ]] ἀδύνατοι les invalides ; ἀδύνατοι [[νέες]] HDT navires hors de service ; [[ἀδύνατος]] χρήμασι THC pauvre ; avec l’inf., impuissant, impropre à, incapable de;<br /><b>2</b> impossible : τὸ ἀδύνατον l’impossible ; τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν EUR s’obstiner à faire l’impossible ; ἀδύνατόν ἐστι, ἀδύνατά ἐστι il est impossible de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δύναμαι]]. | |||
}} | }} |