Anonymous

ἀδικητικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδῐκητικός''': -ή, -όν, ([[ἀδικέω]]) διατεθειμένος εἰς τὸ ἀδικεῖν, [[ἐπιβλαβής]], Πλούτ. 2. 562D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 228.
|lstext='''ἀδῐκητικός''': -ή, -όν, ([[ἀδικέω]]) διατεθειμένος εἰς τὸ ἀδικεῖν, [[ἐπιβλαβής]], Πλούτ. 2. 562D. - Ἐπίρρ. -κῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 228.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enclin à l’injustice, au mal.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδικέω]].
}}
}}