Anonymous

ἀδιάλειπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάλειπτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] διαλειμμάτων [[ἀδιάκοπος]], Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.
|lstext='''ἀδιάλειπτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] διαλειμμάτων [[ἀδιάκοπος]], Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non interrompu, incessant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[διαλείπω]].
}}
}}