3,274,216
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄδολος''': -ον, ἀγνός, ὁ [[ἄνευ]] δόλου ἢ ἀπάτης, [[τίμιος]], [[σοφία]], Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. [[μάλιστα]] ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. [[εἰρήνη]], Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = [[ἄνευ]] ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[δόλος]]· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., [[στύραξ]], Διοσκ. 1. 79, [[ἀργύριον]], [[Πολυδ]]. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029. | |lstext='''ἄδολος''': -ον, ἀγνός, ὁ [[ἄνευ]] δόλου ἢ ἀπάτης, [[τίμιος]], [[σοφία]], Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. [[μάλιστα]] ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. [[εἰρήνη]], Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = [[ἄνευ]] ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[δόλος]]· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., [[στύραξ]], Διοσκ. 1. 79, [[ἀργύριον]], [[Πολυδ]]. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sans fraude, franc, loyal.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δόλος]]. | |||
}} | }} |