Anonymous

ἄδολος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄδολος''': -ον, ἀγνός, ὁ [[ἄνευ]] δόλου ἢ ἀπάτης, [[τίμιος]], [[σοφία]], Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. [[μάλιστα]] ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. [[εἰρήνη]], Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = [[ἄνευ]] ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[δόλος]]· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., [[στύραξ]], Διοσκ. 1. 79, [[ἀργύριον]], [[Πολυδ]]. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029.
|lstext='''ἄδολος''': -ον, ἀγνός, ὁ [[ἄνευ]] δόλου ἢ ἀπάτης, [[τίμιος]], [[σοφία]], Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. [[μάλιστα]] ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. [[εἰρήνη]], Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = [[ἄνευ]] ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[δόλος]]· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = [[ἀνόθευτος]], [[γνήσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., [[στύραξ]], Διοσκ. 1. 79, [[ἀργύριον]], [[Πολυδ]]. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans fraude, franc, loyal.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δόλος]].
}}
}}