Anonymous

ἀβέλτερος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβέλτερος''': -α, -ον, (Πλατ. Φιλ. 48, C), [[μηδαμινός]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]]. Ἀριστοφ. Νεφ. 1201. Ἀντιφ., κτλ. ― «[[πρός]] τι Ἀναξανδρ. ἐν «κανηφόρῳ», 1. ἀβ. τι παθεῖν Δημ. 449, 26: ― ὑπερθ. -ώτατος Ἀριστοφ.. Βατρ. 989. περὶ Μαργίτου Ὑπερείδ. Λυκ. 6. Ἐπίρρ. -ρως Πλουτ. 2, 531C.
|lstext='''ἀβέλτερος''': -α, -ον, (Πλατ. Φιλ. 48, C), [[μηδαμινός]], [[ἀνόητος]], [[μωρός]], [[βλάξ]]. Ἀριστοφ. Νεφ. 1201. Ἀντιφ., κτλ. ― «[[πρός]] τι Ἀναξανδρ. ἐν «κανηφόρῳ», 1. ἀβ. τι παθεῖν Δημ. 449, 26: ― ὑπερθ. -ώτατος Ἀριστοφ.. Βατρ. 989. περὶ Μαργίτου Ὑπερείδ. Λυκ. 6. Ἐπίρρ. -ρως Πλουτ. 2, 531C.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sot, stupide.<br />'''Étymologie:''' DELG formation plaisante et familière sur [[βέλτερος]], avec ἀ augmentatif : « vraiment trop bon » (ironique).<br /><i><b>Ant.</b></i> [[ἔμφρων]].
}}
}}