Anonymous

ἀγρεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγρεύς''': έως, ὁ, ([[ἀγρεύω]]) κυνηγός, ἐπίθετον τοῦ Ἀρισταίου, Πινδ. Π. 9. 115· τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 205 (πρβλ. [[ἀγρευτής]])· περὶ τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Βάκχ. 1192 (λυρ.)· περὶ τοῦ Πανός, τοῦ Ποσειδῶνος, κλπ., Dorvill. Χαρίτ. 77. ΙΙ. ἐπὶ βέλους, Ἀνθ. Π. 6. 75. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Αἰλ. Ἱ. Ζ. 8. 24.
|lstext='''ἀγρεύς''': έως, ὁ, ([[ἀγρεύω]]) κυνηγός, ἐπίθετον τοῦ Ἀρισταίου, Πινδ. Π. 9. 115· τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 205 (πρβλ. [[ἀγρευτής]])· περὶ τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Βάκχ. 1192 (λυρ.)· περὶ τοῦ Πανός, τοῦ Ποσειδῶνος, κλπ., Dorvill. Χαρίτ. 77. ΙΙ. ἐπὶ βέλους, Ἀνθ. Π. 6. 75. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Αἰλ. Ἱ. Ζ. 8. 24.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> chasseur, pêcheur;<br /><b>2</b> sorte d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρα]].
}}
}}