3,270,629
edits
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγρεύς''': έως, ὁ, ([[ἀγρεύω]]) κυνηγός, ἐπίθετον τοῦ Ἀρισταίου, Πινδ. Π. 9. 115· τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 205 (πρβλ. [[ἀγρευτής]])· περὶ τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Βάκχ. 1192 (λυρ.)· περὶ τοῦ Πανός, τοῦ Ποσειδῶνος, κλπ., Dorvill. Χαρίτ. 77. ΙΙ. ἐπὶ βέλους, Ἀνθ. Π. 6. 75. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Αἰλ. Ἱ. Ζ. 8. 24. | |lstext='''ἀγρεύς''': έως, ὁ, ([[ἀγρεύω]]) κυνηγός, ἐπίθετον τοῦ Ἀρισταίου, Πινδ. Π. 9. 115· τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 205 (πρβλ. [[ἀγρευτής]])· περὶ τοῦ Βάκχου, Εὐρ. Βάκχ. 1192 (λυρ.)· περὶ τοῦ Πανός, τοῦ Ποσειδῶνος, κλπ., Dorvill. Χαρίτ. 77. ΙΙ. ἐπὶ βέλους, Ἀνθ. Π. 6. 75. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος, Αἰλ. Ἱ. Ζ. 8. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> chasseur, pêcheur;<br /><b>2</b> sorte d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγρα]]. | |||
}} | }} |