3,276,901
edits
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγρευμα''': τό, ([[ἀγρεύω]]), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, [[θήραμα]], [[λεία]], λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. [[ἄγρα]] ΙΙ. ΙΙ. [[μέσον]] θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· [[ἐντός]] ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460. | |lstext='''ἄγρευμα''': τό, ([[ἀγρεύω]]), τὸ συλληφθὲν ἐν θήρᾳ, [[θήραμα]], [[λεία]], λάφυρον, Εὐρ. Βάκχ. 1241: - μεταφ., Ξεν. Ἀπομ. 3. 11. 7· ἄγρ. ἀνθέων, Εὐρ. Ἀπ. 754· πρβλ. [[ἄγρα]] ΙΙ. ΙΙ. [[μέσον]] θηρευτικόν, ἄγρ. θηρός, Αἰσχύλ. Χο 998· [[ἐντός]] ... μορσίμων ἀγρ., περὶ τοῦ δικτύου τοῦ ῥιφθέντος ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1048, πρβλ. Εὐμ. 460. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> gibier, butin;<br /><b>2</b> piège, filets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρεύω]]. | |||
}} | }} |