Anonymous

κουφισμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουφισμός''': ὁ, = [[κούφισις]]. Πλούτ. 2. 79C˙ πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8˙ κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ ― [[ἀνακούφισις]] ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. [[ἔκθλιψις]], «κατὰ κουφισμόν, [[ἤτοι]] ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ.
|lstext='''κουφισμός''': ὁ, = [[κούφισις]]. Πλούτ. 2. 79C˙ πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8˙ κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ ― [[ἀνακούφισις]] ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. [[ἔκθλιψις]], «κατὰ κουφισμόν, [[ἤτοι]] ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]].
}}
}}