3,277,286
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουφισμός''': ὁ, = [[κούφισις]]. Πλούτ. 2. 79C˙ πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8˙ κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ ― [[ἀνακούφισις]] ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. [[ἔκθλιψις]], «κατὰ κουφισμόν, [[ἤτοι]] ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ. | |lstext='''κουφισμός''': ὁ, = [[κούφισις]]. Πλούτ. 2. 79C˙ πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8˙ κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ ― [[ἀνακούφισις]] ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. [[ἔκθλιψις]], «κατὰ κουφισμόν, [[ἤτοι]] ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />allégement, soulagement.<br />'''Étymologie:''' [[κουφίζω]]. | |||
}} | }} |