Anonymous

ἔξαλλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔξαλλος''': -ον, [[ὅλως]] [[διάφορος]], ἐξάλλους μὲν ἐσθῆτας ὑπέλαβον [[δεῖν]] ἔχειν τοὺς ἡγουμένους τῶν ὑποταττομένων Πολύβ. 6. 7, 7· τὰ ἔξαλλα, τὰ ἀσυνήθη καὶ παράξενα, Πλούτ. 2. 329F. 2) [[λαμπρός]], [[ἔξοχος]], Ἑβδ. (Β΄, Βασιλ. ϛ΄, 14). ― Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 32. 25, 7.
|lstext='''ἔξαλλος''': -ον, [[ὅλως]] [[διάφορος]], ἐξάλλους μὲν ἐσθῆτας ὑπέλαβον [[δεῖν]] ἔχειν τοὺς ἡγουμένους τῶν ὑποταττομένων Πολύβ. 6. 7, 7· τὰ ἔξαλλα, τὰ ἀσυνήθη καὶ παράξενα, Πλούτ. 2. 329F. 2) [[λαμπρός]], [[ἔξοχος]], Ἑβδ. (Β΄, Βασιλ. ϛ΄, 14). ― Ἐπίρρ. -ως, Πολύβ. 32. 25, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />choisi, recherché, superbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἄλλος]].
}}
}}