Anonymous

βελτιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βελτιόω''': βελτιώνω, καλλιτερεύω· ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Φίλωνος· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 3, Πλούτ. 2.85C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.).
|lstext='''βελτιόω''': βελτιώνω, καλλιτερεύω· ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Φίλωνος· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 3, Πλούτ. 2.85C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βελτιώσω;<br />améliorer.<br />'''Étymologie:''' [[βελτίων]].
}}
}}